Η ζωγραφική του Γιώργου Σταθόπουλου περιγράφει με έντονα σχήματα
και χρώματα τι σημαίνει για εκείνον ευδαιμονία. Στο κέντρο της υπάρχει
μία ή περισσότερες απροκάλυπτα γυμνές γυναικείες φιγούρες που αποπνέουν
ερωτισμό και τη χαρά της ζωής, καθώς γύρω τους περιστρέφονται τοπία,
μύθοι, αρχαίοι ναοί, μουσικές, πουλιά, άνθη, πλεούμενα. Η ίδια η
ζωγραφική του είναι μια μεγάλη χαρά της ζωής, όπως για εκείνον είναι το
κρασί. Στέκει εκστατικός μπροστά στα μυστήρια του επίσημου ποτού του
ελληνικού πολιτισμού, από τις αρχικές καταβολές του μέχρι τις σύγχρονες
ημέρες, αλλά και στο πιο αντιπροσωπευτικό τοπίο του, τη Νεμέα. Εκεί
ταξιδεύει συχνά για να συναντήσει τους φίλους του οινοποιούς, ιδιαιτέρως
τον Χρόνη Ιερόπουλο, αλλά και τον μύθο του τοπίου της Νεμέας. Μια από
τις πολλές, μας πήρε μαζί του, έγραψε και ζωγράφισε τις σκέψεις και τα
συναισθήματά του, με το δικό του, μοναδικό ιδίωμα:
«ΝΕΜΕΑ. Ο οίνος της χοής, ο οίνος της σπονδής, ο οίνος του Διονύσου,
διέβρωσε το Φλιάσιο πεδίο, ξέπλυνε χθόνια πάθη ανθρώπων και θεών και
παραδόθηκε στη Νεμέα ως οίνος της Ζωής. Ισως γι’ αυτό η γη της
κατοικείται εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Ισως γι’ αυτό την περπατάμε
κι εμείς, οι επισκέπτες, αναζητώντας τα χνάρια του Θεού της αμπέλου
μήπως γίνουμε συμπότες του. Κι ίσως γι’ αυτό στη Νεμέα τα πέλματα του
χρόνου, αν και βαριά, τα νιώθουμε να ανασηκώνονται με κάθε τσούγκρισμα
του ποτηριού, με κάθε “εις υγείαν”.
Νεμέα, λοιπόν. Με το Ν της νεότητας του πνεύματος, με το Ε του έρωτα της
ψυχής, με το Μ της μνήμης της θεϊκής καταγωγής, με το Ε της επανάστασης
ενάντια στη φθορά και με το Α της απόλαυσης του Αγιωργίτικου, της αγίας
ηδονής του άκρατου ερυθρού: ΝΕΜΕΑ».
Ελα λοιπόν εδώ Αφροδίτη μου σε κύλικες
Η Σαπφώ τραγουδά και ο Οδυσσέας Ελύτης μεταφράζει τα λόγια της. Και
αντηχούν οι λόφοι, οι αμπελώνες, οι κίονες του ναού του Διός, οι μύθοι,
υπήρχαν πάντα σε αυτό το τοπίο της Νεμέας. Οι κολόνες φύτρωσαν και
σηκώθηκαν προς τη λοφογραμμή, πιο ψηλά από το κλήματα, στις πλαγιές όπου
ο Ηρακλής σκότωσε το θηριώδες λιοντάρι και ακόμη πιο ψηλά, προς το
γειτονικό οροπέδιο της Στυμφαλίας λίμνης, πάνω από το οποίο τόξευσε τις
σιδερένιες όρνιθες. Ο περιηγητής αρχαιολόγος Edward Dodwell έβλεπε το
1805: «(…) κατεβήκαμε στην εύφορη κοιλάδα του Φλιούντα με τα απλωμένα
αμπέλια, τις καλλιέργειες σταφίδας και τα πολλά δημητριακά (…) και το
όνομα της περιοχής από τον γιο του Βάκχου (…) έτσι ερμηνεύεται και η
υπερχειλίζουσα ευφορία από τα αμπέλια της (…) που ήταν πάντα όπως και
τώρα με τα καλύτερα κρασιά όλης της Χερσονήσου».
Η εικόνα παραμένει ασάλευτη εκεί, οι λόφοι, τα κλήματα, τα κυπαρίσσια,
οι αρχαίες κολόνες, πέρα η θάλασσα του Κορινθιακού. Εχει αλλάξει όμως η
ατμόσφαιρά της. Ο παλιός περιηγητής είδε του το σκοτεινό και μελαγχολικό
χρώμα των λόφων να απλώνεται πάνω από τη σιωπηλή κοιλάδα. Ο σύγχρονος
περιηγητής-ζωγράφος είδε τα ρόδινα χρώματα και αφουγκράστηκε τον
δημιουργικό οργασμό που συμβαίνει μέσα στις απαστράπτουσες ανοξείδωτες
δεξαμενές. Πόλεμος, θέρος, τρύγος, ή καλύτερα πόλεμος, θέρος,
οινοποίηση. Ολοι οι οινοποιοί συμφωνούν ότι το καλό κρασί γίνεται στο
αμπέλι, αλλά θέλει μεράκι και τέχνη να κλειστούν στη φιάλη όλες οι
αρετές που τρυγούν οι συλλέκτες στα αμπελοτόπια. Είναι ένας αγώνας, τα
σύγχρονα Νέμεα, που αυτή την εποχή αντί προς τιμήν του Διός, γίνεται για
τη χάρη του Διονύσου.
Και πάλι όμως η αφετηρία είναι ο ναός του Διός, του οποίου οι εννέα
όρθιες κολόνες, οι σπόνδυλοι των πεσμένων και η αγραπιδιά των
περιηγητών, λες και έχουν φυτρώσει μαζί με τα αμπέλια. Πάντα έδινε το
σήμα της έναρξης του αγώνα και το στίγμα της περιοχής. Τα μικρά και
μεγάλα οινοποιεία, οι αθλητές του καλού αγώνα στέκονται εκατέρωθεν του
δρόμου του Αγιωργίτικου σταφυλιού και ανηφορίζουν μέχρι το Κούτσι για να
κοιτάξουν τη θάλασσα. Εχει μεγάλη σημασία για τα κρασιά αυτό το φλερτ. Ο
Γιώργος Σταθόπουλος το αποτυπώνει σε ένα του έργο, από τα ελάχιστα
ατόφια τοπία που έχει κάνει.
Μα και το ωραίο κείμενο που έγραψε για εμάς, ήταν ένα χατίρι. «Ισως αυτό
είναι το τελευταίο πράγμα που γράφω. Δεν έχω ταλέντο, είναι η
μεγαλύτερη αγγαρεία για μένα να γράψω ακόμη και ένα σημείωμα. Δεν ξέρεις
πόσο βασανίζομαι» μας λέει. Ενώ όταν μαγειρεύει το κάνει με ενθουσιασμό
και μεράκι: «Αν μου πεις ότι είμαι κακός ζωγράφος, δεν με νοιάζει. Αν
μου πεις όμως ότι είμαι κακός μάγειρας με ενοχλεί. Η μαγειρική είναι
μαγεία, βγαίνει από τη λέξη μαγεία. Οι αρχαίοι Ελληνες έλεγαν ότι η
μαγειρική είναι η ύψιστη των τεχνών. Δεν ήταν οι ζωγραφιές που έκανε ο
άλλος στον τοίχο με ένα πινελάκι ή το άγαλμα που σκάλιζε ο λιθοξόος στο
μάρμαρο. Ο πολιτισμός μιας χώρας φαίνεται από τη μαγειρική της. Στην
Ελλάδα έχουν καταγραφεί τουλάχιστον πεντακόσιες πίτες. Μόνο αυτό να
σκεφτείς φτάνει. Ασε τις μαγειρικές. Το κουνέλι το κάνουν με τριάντα
διαφορετικούς τρόπους στην Ελλάδα. Και δεν είναι όπως στην υπόλοιπη
Ευρώπη που πετάνε ό,τι θέλεις μέσα, βούτυρα, κρέμες και τα ανακατεύουνε
και τρώνε. Εδώ μιλάμε για γεύσεις τις οποίες δεν μπορείς να παραβιάσεις.
Εχουν δοκιμαστεί αιώνες, έχουν φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο και πρέπει
να ακολουθείς τη συνταγή όπως είναι».
«Ολα τα φαγητά πάνε με κρασί. Αν κάνεις όσπρια θα πιεις ένα ελαφρύ
κρασί, δεν θα πιεις παλαιωμένο. Αν κάνεις ένα αρνί στη σούβλα, ταιριάζει
το ροζέ πολύ. Τα παλαιωμένα πάνε με τα κοκκινιστά φαγητά. Είναι μια
περιπέτεια μεγάλη. Δεν υπάρχει για μένα το καλύτερο φαγητό. Είναι όλα
ωραία, είναι η στιγμή και το μεράκι που κάνουν το καλό το φαγητό. Ο,τι
και να κάνεις. Ας πούμε έναν κόκορα κοκκινιστό. Πρέπει να τον μαρινάρεις
δυο μέρες στο ψυγείο, με μπαχαρικά, με κρασί, ολόκληρο, δεν βάζεις
καθόλου νερό, να τον σοτάρεις, βάζεις τα κρεμμύδια του, τι να σου λέω
τώρα, αν αρχίσουμε τις συνταγές δεν θα τελειώσουμε. Αν το κάνεις καλά,
όλα τα φαγητά είναι μαγικά. Δεν γίνεται αγγαρεία το φαγητό. Είναι και η
εμφάνιση του φαγητού, η αισθητική του. Είναι το μεράκι που έχει κανείς
να κάνει φίνα πράγματα. Δεν είναι από νεύρωση εθνικισμού, αλλά
συμβαίνουν πράγματα σε αυτόν τον τόπο που δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο
μέρος του κόσμου. Εχουμε έναν πλούσιο τόπο, αλλά όσο περνούν τα χρόνια
χλωμιάζουν αυτά και χάνονται από τη ζωή μας. Ερχονται πιο εύκολα
πράγματα, πιο ευρωπαϊκά. Δεν υπάρχει δύσκολο φαγητό ευρωπαϊκό ή
μεξικάνικο, ή αμερικάνικο ή κογκολέζικο ή κινέζικο. Οι κουζίνες τους
είναι φτωχές και άτεχνες. Δεν έχουν, ας πούμε, χοιρινό με σέλινο, αυτό
το σπουδαίο φαγητό που εμείς το έχουμε σε τόσες παραλλαγές».