Συνέντευξη ενός σπουδαιου Κιατανιώτη καλλιτέχνη!

0
181

Δηλώνει μόνο ζωγράφος και γλύπτης, παρά το γεγονός ότι
πρόκειται για έναν από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς και τραγουδιστές
του θεάτρου. Ως Ντίμης Τσιμισκής – Χόφμαν στη σειρά του ΑΝΤ1 «Οι στάβλοι
της Εριέτας Ζαΐμη» έγραψε τηλεοπτική ιστορία, δημιουργώντας τον πιο
συμπαθή εκκεντρικό δισεκατομμυριούχο, ενώ η περσινή εμφάνισή του στο
σανίδι ως ώριμη Γαβριέλλα Ουσάκοβα συζητήθηκε έντονα στα καλλιτεχνικά
πηγαδάκια.

Από την
Τεριάννα Παππά

Ενας από τους τελευταίους τζέντλεμαν, ο Αγγελος Παπαδημητρίου μιλά στην «Espresso»
όχι μόνο για την υποκριτική, στην οποία μπήκε με… φόρα σε ηλικία 40
ετών, αλλά και για τα εικαστικά, που του έχουν χαρίσει πολλές
διακρίσεις. Μπιενάλε της Βενετίας, Εθνική Γλυπτοθήκη και Πινακοθήκη
έχουν ανοίξει για εκείνον τις πόρτες τους, ενώ έργο του έχει πάρει το
βραβείο ΑΙCΑ της Διεθνούς Ενωσης Τεχνοκριτικών. Ασχολείται επίσης με τη
σκηνογραφία, έχει κάνει ατομικές εκθέσεις και δημιουργίες του
φιλοξενούνται στο εξωτερικό αλλά και σε αρκετές προσωπικές συλλογές.

Κι όλα αυτά γιατί τα… μάγια της Ιταλίδας γιαγιάς του «έπιασαν»,
προικίζοντάς τον με τύχη και ταλέντα! Από τις σπουδαίες στιγμές του
είναι η εμφάνισή του στο Φεστιβάλ των Καννών, ως μέλος του καστ της
ταινίας «Xenia» του Πάνου Κούτρα, για την οποία έχει αποσπάσει βραβείο
Β’ Ανδρικού Ρόλου της Ακαδημίας Κινηματογράφου και αποθεώθηκε από κοινό
και κριτικούς. Βάζει πάντα όλο του το μεράκι και σφύζει από
δημιουργικότητα είτε «χτίζει» έναν ρόλο είτε φτιάχνει κάποιο γλυπτό ή
ανακατεύει τα… κόλλυβα στην κατσαρόλα του. Ατρόμητος, δηλώνει ότι
περιμένει τον θάνατο «και με λίγη ανυπομονησία», αφού υποστηρίζει πως το
τέλος δεν έρχεται με την τελευταία πνοή.

Στους «τρισευτυχισμένους»

Γελά με την καρδιά του παρακολουθώντας το τουρκικό σίριαλ «Bahar»,
ενώ παρομοιάζει τη Βουλή με… θέατρο και τους τσακωμούς των αντίπαλων
κομμάτων με την «κόντρα» Τζένης Καρέζη – Αλίκης Βουγιουκλάκη. Οσο για
τον έρωτα; «Αν τον βάλεις σε πρώτο πλάνο, χίλια τοις εκατό
καταστρέφεσαι. Πρέπει να τον έχεις πάντα σε μια απόσταση και με
μαστίγιο» λέει και κρατά την προσωπική ζωή του μόνο για εκείνον.

Ο χειμώνας θα τον βρει να παίζει στο έργο του Λαμπίς «Οι
τρισευτυχισμένοι», σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, ενώ ετοιμάζει τα
σκηνικά για τη «Φαύστα» της Μάρθας Φριντζήλα.

Πώς ήταν τα παιδικά χρόνια σας;
Ηταν
τόσο ωραία που δεν θυμάμαι τίποτα! Εζησα όμως έναν απέραντο κόσμο
αγάπης. Εχω έναν αδελφό, τον Δημήτρη, μικρότερο από εμένα και μπορώ να
σου πω ότι η γυναίκα του είναι τόσο καταπληκτική που την αγαπάω…
περισσότερο από εκείνον! Εχω κι έναν ανιψιό… κελεπουράκι, του οποίου
έχω τη χαρά να είμαι και νονός. Γεννήθηκα στο Κιάτο το 1952 και, όταν
τελείωσα το γυμνάσιο, άρχισα παράλληλα σπουδές θεάτρου και
κινηματογράφου στη Σχολή Κατσέλη και ζωγραφικής και γλυπτικής στη
Βακαλό. Γρήγορα κατάλαβα πως δεν με κάλυπταν αυτές οι σχολές κι έψαξα να
βρω ο ίδιος τους δασκάλους μου.

Μιλήστε μου για τους γονείς σας.
Οι
καλύτεροι που θα μπορούσα να… πετύχω. Σαν να τράβηξα το πρώτο λαχείο.
Δεν θυμάμαι πολλά, καθώς έχω καταλάβει ότι τελικά έχουμε αναμνήσεις μόνο
από τα άσχημα, τα ευχάριστα τα ξεχνάμε. Ηταν ένα ζευγάρι φοβερής
ομορφιάς και καλοσύνης, ο Νίκος και η Κούλα, κι έζησαν πολύ ωραία. Ετυχε
να τους δώσει ο Θεός όλα τα δώρα: ομορφιά, υγεία, οικονομική ευκολία κι
έναν έρωτα που κράτησε μέχρι το τέλος. «Εφυγαν» χωρίς να βασανιστούν,
ήταν από τα πιο τυχερά ζευγάρια που το άξιζαν, πιθανόν γι’ αυτό ο Θεός
να τους βράβευσε με ένα ωραίο τέλος. Για την εποχή τους ήταν πάρα πολύ
μορφωμένοι, αν σκεφτούμε ότι η μητέρα ήταν γεννημένη το 1926 και ο
πατέρας το 1922. Η μαμά είχε ιταλικές ρίζες, τη θυμάμαι πάντα με baby
doll. Ηταν πολύ όμορφη, με καστανόξανθα μαλλιά και ροζ μάγουλα, πάντα
ευχάριστη και χαμογελαστή. Ο μπαμπάς είχε τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική
κι είχε μπει στη δουλειά του παππού, που ήταν σταφιδέμπορος.

Οταν γεννηθήκατε, η γιαγιά σας, η ιταλικής καταγωγής Ολγα
Ρόκα, είχε κάτω από την κούνια σας… μάγια για να είστε καλότυχο
παιδί. Επιασαν τα μάγια;

Τότε τα πίστευαν αυτά τα
πράγματα! Δεν μου αρέσει η λέξη «ευλογημένος», αλλά πιστεύω ότι κάτι
έκανε η γιαγιά με τα μάγια και τα χτένια. Ηταν πολύ όμορφη, ψηλή και
Ιταλίδα, όμως οι ιταλικές ρίζες ξεθύμαναν αμέσως. Ηταν βαθιά ελληνική
οικογένεια, χαρακτηριστική, αλλά εγώ και ο αδελφός μου μεγαλώσαμε με
πολλή ελευθερία. Επιλέξαμε τις ζωές μας. Από μικρά είχαμε δασκάλες που
μας μάθαιναν ξένες γλώσσες, εμάς και τα ξαδέρφια μου. Ολοι μάθανε, εκτός
από μένα!

Δηλώνετε ηθοποιός, γλύπτης ή ζωγράφος;
Μόνο
ζωγράφος και γλύπτης είμαι. Ετσι ξεκίνησα, αυτές είναι οι σπουδές μου
και ομολογώ ότι πάλι μου χαρίστηκε η επιτυχία, γιατί άρχισα στην
καλύτερη γκαλερί της εποχής, τις «Νέες Μορφές». Αυτό μου έδωσε αμέσως
ένα κίνητρο, με πρόσεξαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πήγα στην
Μπιενάλε Βενετίας με μια έκθεση που λεγόταν «Αντίο Τέχνη», ενώ είχαν
προηγηθεί άλλες τέσσερις εδώ.

Πώς πήρατε την απόφαση να γίνετε και ηθοποιός;
Πάντα
φλέρταρα με το θέατρο. Πήγαινα με την οικογένεια από μικρός στο Σινεάκ.
Πάντα περίμενα την ευκαιρία να με καλέσουν σε δουλειά. Επειδή είχα
επιτυχία ως εικαστικός δεν με ένοιαζε, έλεγα «αν είναι, θα παρουσιαστεί η
ευκαιρία, αν όχι, δεν πειράζει». Εφτασα 40 χρόνων, όταν βρέθηκα ξαφνικά
να παίζω στην Επίδαυρο τον Σωκράτη σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά. Είχα
αρχίσει, ωστόσο, στην Πειραματική Σκηνή Θεσσαλονίκης με τον
Χουρμουζιάδη, ένα άλλο φυτώριο με υψηλές προδιαγραφές. Ουσιαστικά με
έβγαλε η Μελίνα Τανάγρη στο θέαμα. Με πήρε κοντά της, με είδαν και έτσι
άρχισα.

«Σεντόνι» έχετε πάθει ποτέ;
Ποτέ. Κι όχι
μόνο δεν έχω πάθει, αλλά καλύπτω και τους άλλους, αν τους συμβεί να
ξεχάσουν τα λόγια τους. Επειδή έχω μπει από το… παράθυρο στο θέατρο,
μεγάλος, δουλεύω πάρα πολύ ώστε να είμαι έτοιμος. Αν το πάθω στο
τραγούδι βάζω δικά μου λόγια και το προλαβαίνω!

Θεωρείτε ότι είστε ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές;
Οχι,
δεν είμαι. Δεν θα γίνω ποτέ ένας καλός μαθηματικός ή συγγραφέας, ας
πούμε, αλλά σε μερικά πράγματα, όπως τα εικαστικά, το θέατρο και το
τραγούδι, ξέρω πολύ καλά πως, αν δουλέψω, τα καταφέρνω. Είναι όλα θέμα
δουλειάς.

Εχετε σκεφτεί να τα παρατήσετε όλα και να πάτε στο εξωτερικό; Πολλοί λένε ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της.
Συμφωνώ
ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, αλλά εγώ δεν καταπίνομαι εύκολα. Είχα
ευκαιρίες να πάω στο εξωτερικό, αλλά δεν μπορώ να είμαι μακριά από την
ελληνική γλώσσα και την παράδοση, μου είναι αδύνατο.

Πώς σας έγινε η πρόταση για τους «Στάβλους της Εριέτας Ζαΐμη»; Φοβηθήκατε προτού πείτε το «ναι»;
Αν
φοβήθηκα, λέει! Το προηγούμενο βράδυ έλεγα να πω ότι έσπασα το χέρι μου
ή το πόδι μου και να το σκηνοθετήσω για να μην πάω. Μάλιστα είχα πει
στον Αλέξανδρο Ρήγα μια φοβερή αμοιβή για να μου απαντήσει «όχι» όταν θα
το ακούσει, αλλά μου την έδωσε! Οταν μπήκα μέσα στον χώρο των
γυρισμάτων έπαθα μεγάλο σοκ, αλλά ευτυχώς εκεί με βοήθησε πάρα πολύ η
παρουσία μερικών ανθρώπων. Θυμάμαι ότι αμέσως η Τζέση Παπουτσή και η
Χρυσούλα Διαβάτη μου είπαν «Είσαι καλός, μπράβο σου». Η Χρυσούλα με είχε
δει στην Επίδαυρο, στις «Νεφέλες». Μη νομίζεις ότι είναι εύκολο. Είναι
πάρα πολύ δύσκολο.

Πώς βρήκατε τα «κουμπιά» του ρόλου του εκκεντρικού Ντίμη Τσιμισκή – Χόφμαν;
Την
πρώτη νύχτα έκλαιγα. Μου φάνηκε μια αιωνιότητα, αλλά ουσιαστικά μου
πήρε μια εβδομάδα να το καταφέρω, το είδα μέσα από τα μάτια των άλλων.
Οταν είδα ότι άρεσε στην Τζέση Παπουτσή και τη Χρυσούλα Διαβάτη και μετά
στον κόσμο και στους πιο πάνω υπευθύνους είπα ότι το βρήκα. Το μυστικό
για να βρεις τον ρόλο είναι μέσα από τη δουλειά και τα μάτια των άλλων
ανθρώπων.

Δουλεύετε από χόμπι πλέον ή για βιοποριστικούς λόγους;
Δεν
υπάρχει καμία οικονομική άνεση. Εγώ κατάφερα με τον τρόπο ζωής μου και
την επιλεκτικότητά μου να βρεθώ στην πλευρά όπου διαλέγω τους ρόλους
μου.

Ποιο είναι το πιο ευτράπελο που σας έχει συμβεί επί σκηνής και ποια ήταν η πιο γλυκιά ανάμνησή σας σε έργο;
Πολλά
έχουν συμβεί. Θα σου πω κάτι που είχε συμβεί στην «Γκόλφω», στην
τελευταία παράσταση μάλιστα, όπου έπρεπε να πω ως κακός «από τον Τάσο
διάφορο να ξέρετε δεν έχετε, εγώ που είμαι μπάρμπας του ξάστερα σας το
λέω». Βλέπω, λοιπόν, να έχουν πέσει όλοι κάτω από τα γέλια, κόσμος και
ηθοποιοί, γιατί, αντί για «μπάρμπα», είπα «μπάρμπι» και με φαντάστηκαν
με τις φουστανέλες ως… Μπάρμπι! Καταλαβαίνεις τι έγινε! Επίσης, στην
παράσταση «Μπαμπά, μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή» νόμιζα ότι θα μείνω πάνω
στη σκηνή. Η Αβα Γαλανοπούλου με το ταλέντο στον αυτοσχεδιασμό κι εγώ σε
τρελά… κέφια, δεν φαντάζεσαι τι γινόταν. Ορισμένοι ηθοποιοί
πηγαίναν… τουαλέτα από τα γέλια.

Γιατί δεν κάνατε οικογένεια; Ενα παιδί θα θέλατε να υπήρχε στη ζωή σας; Ακόμη και χωρίς σύντροφο;
Μου
αρέσει πολύ η οικογένεια, για μένα είναι το παν, θαυμάζω τους
οικογενειάρχες. Ομως, με συνεπήρε τόσο πολύ αυτή η ζωή, στην οποία δεν
υπήρχε η έννοια ούτε του ζευγαριού ούτε καν της συγκατοίκησης. Ποια
οικογένεια; Είχα πάντα τέτοια… φόρα που δεν κατάλαβα πώς πέρασε ο
χρόνος. Τριάντα παιδιά θα μπορούσα να έχω, είμαι πολύ καλός με τα
παιδιά. Δεν έχω μείνει μια μέρα που να μην εργαστώ, έτσι δεν έχω χρόνο
ακόμη και για τον εαυτό μου, που πολλές φορές τον παραμελώ.

Ποιο είναι το πιο κολακευτικό σχόλιο που έχετε ακούσει;
Μου
το είπε πρόσφατα μια φίλη μου εικαστικός τέχνης, η Ευρυδίκη. «Σε
ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλα αυτά που έκανες και πιο πολύ γι’ αυτά που
δεν έκανες» μου είπε. Μπορούσα να φιλοτεχνήσω 30 έργα και κατάφερα ένα,
αυτό το είχα πάντα.

Πέρσι παίξατε στην παράσταση «Γκάμπυ», υποδυόμενος τη
Γαβριέλλα Ουσάκοβα, την περιβόητη πόρνη των Αθηνών, σε μεγαλύτερη
ηλικία. Φοβηθήκατε τις κριτικές ή τον ρόλο; Πώς προσεγγίσατε την ηρωίδα;

Αυτό
το έκανα γιατί μου το ζήτησε η Κίρκη Καραλή. Είχα τόσο πολλές δουλειές:
Τον «Ριχάρδο» στο Εθνικό, την «Οπερα της πεντάρας» στο Παλλάς κι εκεί
πάνω ήρθε η Κίρκη, ένα κορίτσι στο οποίο θα έπρεπε να πω «όχι». Ηταν,
όμως, τόσο γοητευτική η πρόταση και ήταν τόσο ενδιαφέρον το να δουλέψω
με νέα παιδιά και να αφεθώ σε αυτά.

Ποια θεωρείτε την καλύτερη δουλειά σας μέχρι σήμερα και γιατί;
Για
μένα η καλύτερη δουλειά είναι πράγματα που έχω κάνει με μια νεανική
τρέλα, αδέσμευτα. Στο site της «Lifo» θα βρεις ένα βίντεο όπου απαγγέλλω
ποιήματα Ελλήνων ποιητών. Επίσης, το κεφάλι του Καβάφη που έχω φτιάξει
και βρίσκεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη.

Εχετε βιώσει την κρίση και σε ποιο βαθμό;
Βλέπεις
πως δεν διαθέτω κινητό, είμαι από τους λίγους Ελληνες που δεν έχουν.
Δεν έχω αυτοκίνητο και ζω σε ένα μικρό σπίτι. Βέβαια πάντα ζούσα σαν να
βρισκόμουν σε κρίση, ενώ θα μπορούσα να περνάω πιο άνετα. Ομως έλεγα
πάντα πως ζω το «όνειρο του μετανάστη». Δεν μου αρέσουν οι πολυτέλειες
και η μεγάλη ζωή.

Πιστεύετε στον Θεό;
Νομίζω ναι, με έναν
τρόπο φιλικό. Νομίζω ότι μου κάνει μια πλάκα, θα τον συναντήσω κάποια
στιγμή, θα μου πει «σ’ την έσκασα» και θα του απαντήσω «εγώ σ’ την
έσκασα!».

Κρατάτε την προσωπική ζωή σας μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας όλα αυτά τα χρόνια. Για ποιον λόγο;
Για
να πεις σε κάποιον τα προσωπικά σου, πρέπει να είναι πολύ φίλος σου, να
τον αγαπάς. Το θεωρώ αγένεια να μπλέξεις κάποιον στην προσωπική σου
ζωή. Ενας μεγάλος δάσκαλος, ο Γιώργος Μαυροΐδης, μου είχε πει πως το
μυστικό είναι να καταλάβει ένας καλλιτέχνης τι είναι ιδιωτικό και τι
δημόσιο. Μου είναι αδιανόητο να βγάλω στο δημόσιο το ιδιωτικό μου. Το
θεωρώ ταπεινωτικό για μένα και προσβλητικό. Πήγα Στρατό 30 μήνες γιατί
ντρεπόμουν τους άλλους μου συμφοιτητές. Τότε ήταν της μόδας να
γλιτώνεις. Εγώ έβλεπα τους άλλους που το έκαναν και πήγα τόσο καιρό από
ντροπή.

Ποια είναι η μεγαλύτερη θυσία που έχετε κάνει για τον έρωτα;
Να δώσω χρόνο από την προσωπική μου ζωή, η οποία είναι για μένα πολύτιμη.

Ποια η γνώμη σας για το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου;
Δεν μπορείς να στερήσεις από κάποιον κάτι που θέλει, όταν δεν ενοχλεί.

Πιστεύετε ότι οι διάσημοι gay θα πρέπει να αποκαλύπτουν τη σεξουαλική ταυτότητά τους ή να σιωπούν;
Για
καθετί θα σε σχολιάσουν. Είτε είσαι παντρεμένος είτε είσαι gay, το
σχόλιο δεν το γλιτώνεις. Ειδικά αν είσαι προβεβλημένο πρόσωπο. Ο σκοπός
είναι να μην είσαι προκλητικός. Η ζωή είναι δικαίωμα του καθενός.

Αν σας ζητούσε ένα gay ζευγάρι να γίνετε κουμπάρος τους, θα το κάνατε;
Με μεγάλη χαρά!

Εχετε κατατάξει τον έρωτα στην πέμπτη θέση της ζωής σας
για να μην καταστραφείτε, όπως έχετε πει. Θεωρείτε τον έρωτα
καταστροφικό;

Αν τον βάλεις σε πρώτο πλάνο, χίλια τοις εκατό καταστρέφεσαι. Πρέπει να τον έχεις σε μια απόσταση και με μαστίγιο.

Μπλεχτήκατε ποτέ με τα πολιτικά; Ποια η γνώμη σας για τη σύγχρονη πολιτική; Συμπαθείτε κάποιον από τους παλαιότερους πολιτικούς;
Ποτέ
δεν ανακατεύτηκα με τα πολιτικά, δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ με την
πολιτική. Πίστευα ότι οι πολιτικοί είναι κάποιοι καλοί άνθρωποι που μας
φροντίζουν. Μετά ξύπνησα και είδα ότι είναι υστερόβουλοι, πάνε για το
χρήμα κι έτσι έχασα την εμπιστοσύνη μου. Αλλά εγώ για την πολιτική έχω
πολύ υψηλή γνώμη και αγάπη. Τη σέβομαι.

Παρακολουθείτε τις συζητήσεις της Βουλής;
Με
πολύ ενδιαφέρον. Eίναι σαν να βλέπεις θέατρο, ειδικά όταν ήταν η
Κωνσταντοπούλου. Εχει πρωταγωνιστές, κομπάρσους. Οταν τσακώνονται οι
αντίπαλοι των κομμάτων είναι σαν την «κόντρα» Αλίκης Βουγιουκλάκη –
Τζένης Καρέζη.

Παραμένετε πιστός στην άποψή σας ότι το γήρας είναι μία ασθένεια που δεν σας αφορά;
Το
γήρας είναι μια πραγματικότητα κι εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι. Να
καταλάβεις τι πρέπει να αφήνεις πίσω σου σιγά σιγά, να περνάς με χαρά
στο δεύτερο πλάνο. Αυτό είναι το γήρας, μια σοφία να αφήνεις τους άλλους
να παίζουν μπροστά.

Πώς σας φαίνεται η διασκέδαση των νέων στα σκυλάδικα ή τα κλαμπ; Τι θα συμβουλεύατε ένα παιδί της σύγχρονης κοινωνίας;
Επειδή
έχω ζήσει στα σκυλάδικα και μου αρέσουν πάρα πολύ, τα θεωρώ τόπο όπου
υπάρχει αίσθημα και γέλιο. Στο φιλμ «Χenia» έκανα έναν ιδιοκτήτη τέτοιου
κέντρου. Εμπνέομαι από τα βάθη αυτά της ζωής, είναι μια άλλη
πραγματικότητα, πολύ πιο καθαρή μερικές φορές από μια καθωσπρέπει.

Πολλοί συνάδελφοί σας πεθαίνουν στην ψάθα και περνούν
δύσκολα τα τελευταία χρόνια της ζωής τους. Θεωρείτε ότι θα έπρεπε να
υπάρχει μέριμνα από το κράτος για ένα τόσο ιδιαίτερο επάγγελμα;

Εχω
εικαστικούς φίλους μου που είναι σε απόλυτη ένδεια. Το κράτος θα έπρεπε
να μεριμνά όχι μόνο για τους καλλιτέχνες αλλά και για όλους. Το πώς
αντιμετωπίζονται οι μεγάλες ηλικίες δείχνει το επίπεδο του πολιτισμού.
Είμαι υπέρ της μέριμνας, αλλά να μην είναι κρατική.

Παρακολουθείτε τηλεόραση; Πώς σας φαίνονται τα δελτία ειδήσεων; Ξεχωρίζετε κάποιον παρουσιαστή;
Βλέπω
ειδήσεις και συνήθως δεν γοητεύομαι από κάποιον παρουσιαστή αλλά από το
κανάλι. Μπορώ να βλέπω με τις ώρες επιστημονικά και μουσικά
ντοκιμαντέρ, αλλά και με ζώα, τρελαίνομαι σαν παιδί. Δεν μπορώ να
παρακολουθώ τα ανόητα σίριαλ. Με τα τουρκικά τρελαίνομαι στα γέλια, τώρα
βλέπω την «Bahar» και παίρνω φίλους μου διανοούμενους και σχολιάζω.
Οποιος δεν έχει δει την Εφσούν χάνει. Το γέλιο που κάνω κάθε φορά!

Φτιάχνετε μουσακά με το ίδιο μεράκι που δημιουργείτε ένα γλυπτό. Ολα είναι θέμα δημιουργίας;
Βεβαίως,
ή κάνεις μουσακά ή κόλλυβα ή ένα έργο τέχνης, όλα είναι θέμα
δημιουργίας και γίνεσαι καλλιτέχνης. Γι’ αυτό και ποτέ δεν δηλώνω
ηθοποιός και τραγουδιστής, αλλά καλλιτέχνης με την παλιά σημασία, που τα
περιέχει όλα αυτά.

Μια και τα αναφέρατε, έχετε πει ότι είστε… μάστερ στα κόλλυβα! Σκέφτεστε τον θάνατο ή τον έχετε… γραμμένο;
Τον
θάνατο μη σου πω ότι τον περιμένω και λίγο με ανυπομονησία, επειδή
πιστεύω ότι τίποτα δεν τελειώνει εδώ. Αυτό που με κρατά ζωντανό είναι
αυτό που ζούμε. Πιστεύω ότι και μετά τον θάνατο κάτι υπάρχει, όλο αυτό
το θαύμα δεν τελειώνει έτσι.

Με το «Χenia» του Πάνου Κούτρα πατήσατε το κόκκινο χαλί των Καννών. Πώς ήταν η εμπειρία;
Είχα
πάρει και το δεύτερο βραβείο στην Ακαδημία Κινηματογράφου με πολύ
άξιους αντιπάλους. Αυτά είναι που μου τυχαίνουν. Οπως και οι «Στάβλοι»,
έτσι ήρθε και η πρόταση του Κούτρα. Στις Κάννες θριαμβεύσαμε, μας
χειροκροτούσε όρθιο το κοινό ένα τέταρτο. Ντρεπόμουν, κλαίγαμε όλοι. Δεν
είναι φοβερό;
Πηγή