Μέσα στο γυμνό πάρκο, βουτηγμένο στο ολόασπρο του σάβανο, ήταν σκοτάδι. Πάνω στο γέρικο γκρίζο χιόνι στοιβαγμένο στο χώμα, έπεφτε απαλό λευκό καινούργιο χιονάκι που έμοιαζε με πούπουλο κύκνου…
Ήταν Χριστούγεννα…
Τι μελαγχολικά όμως και τι παγωμένα Χριστούγεννα!
Στο περιβόλι…δυο σκιές…καθισμένες πάνω σ’ ένα σκαμνί μέσα στην σκοτεινιά… περίμεναν την νύχτα…
Το σπίτι με τα φωτισμένα τα παράθυρα μονοκόμματα κρύσταλλα που λαμποκοπούσαν από μακρυά, έμοιαζε με παλάτι παραμυθένιο. Μια γυναίκα ήταν ολομόναχη σ’ αυτό το πελώριο σπίτι με τις τριάντα κάμαρες…
Η γρηά Γαλλίδα με την καστανή περούκα και το ρυτιδωμένο της πρόσωπο, με τα ξεθωριασμένα μάτια και με την ξερακιανή σιλουέττα της… ήταν ο μοναδικός κάτοικος του πελώριου σπιτιού. Οι ιδιοκτήτες πήγαν σε εκδρομή με φίλους τους για να γλεντήσουν τα Χριστούγεννα.
Η γρηούλα ολομόναχη μέσα στα δωμάτια – ήταν πολλά, πελώρια – σκέφθηκε να μη πλαγιάση και να μένη άγρυπνη κείνη τη νύχτα.
Μια φοβερή τρομάρα παρέλυε τα μέλη της, πάγωνε τα χέρια της…
Για να περάση η ώρα άναψε τα φώτα και περιπλανώνταν στις κάμαρες, που ήτανε φωτισμένες με πολύχρωμα λαμπιόνια και με γλυκό φως πούδιναν τα κεράκια των καντηλεριών.
Ήταν Χριστουγεννιάτικη παγωμένη νύχτα…Η γρηούλα σκέφθηκε να πάη στο επάνω πάτωμα, όπου ήταν τα δωμάτια της υπηρεσίας. Ύστερα όμως το μετάνοιωσε.
Για να περάση η ώρα απεφάσισε να γράψη το ημερολόγιο κείνης της βραδυάς, αρχίζοντας απ’ τα μεσάνυχτα…
Έγραψε!…
Δώδεκα και τέταρτο: Περπατώ…χωρίς τέλος μέσα στις άδειες κάμαρες… Νοιώθω πως είμαι καταδικασμένη απόψε. Στο περιβόλι συμβαίνει κάτι ύποπτο. Βλέπω από το παράθυρο σκιές. Ξέρω πως είνε δύο…
– Μία μετά τα μεσάνυχτα χτυπάει το μεγάλο ρολόι που είνε στο κάτω πάτωμα. Το χτύπημά του, μου φάνηκε απαίσιο. Φαντάσθηκα πως αντηχούσε η καμπάνα του θανάτου. Η πρώτη καμπάνα…
Ένας απ’ αυτούς, που είνε εκεί κάτω, στο περιβόλι – δεν τους είδα, αλλά τους νοιώθω – είνε κοντός και κουτσός. Σέρνει το ένα του πόδι. Ο άλλος ψηλός και λιγνός…
Δε θα κοιμηθώ απόψε… Φοβάμαι…»
Η άμοιρη ύστερα από αρκετή ώρα κάθησε στο πιάνο και άρχισε να παίζη ένα εύθυμο φοξ-τροτ. Χτυπούσε δυνατά τα πλήκτρα απόψε με μπρίο, αλλά και με απελπισία.
Φτωχή δασκάλα! Γιατί την εγκατέλειψαν ολομόναχη μέσα στο πελώριο σπίτι… και τέτοια βραδυά;
Φανταζόταν το ερωτευμένο ζευγάρι – την κυρία που είχε σχεδόν αναθρέψει – την χαριτωμένη κοπελλίτσα στην αγκαλιά του ανδρός της. Φαντάσθηκε τα φιλιά τους, τα χάδια τους.
Κείνην – την τραγική γεροντοκόρη – δεν την φίλησε κανένας άνδρας ποτέ, ούτε και τη χάιδεψε.
Βυθισμένη σ’ αυτές τις σκέψεις, εξακολουθούσε να παίζη μηχανικά το φοξ της μόδας.
Ύστερα από λίγη ώρα άρχισε πάλι να γράφη:
«Παίζω σαν τρελλή τόση ώρα, ενώ ο νους μου ταξιδεύει μακρυά. Η τρομάρα μου γίνεται έκστασι, παραλήρημα».
Πάλι άφησε το γράψιμο. Άρχισε να συγυρίζη την βιβλιοθήκη του «στούντιο», να τακτοποιή τα βιβλία. Πήρε ένα στην τύχη. Όταν όμως το άνοιξε, είδε πως ήτανε γεωγραφικός χάρτης της Ευρώπης.
Πάλι πήρε το ημερολόγιό της. Σημείωσε αυτές τις λέξεις: «Θεέ μου!…Μα γιατί με καταδίκασες να γίνω θύμα των δύο αυτών ανθρώπων που διψάνε για αίμα;
Θα υπερασπισθώ δυνατά τον εαυτό μου έως το τέλος…»
Με τον χάρτη στα χέρια η γρηούλα ξαπλώθηκε στο φαρδύ ντιβάνι. Με το μολύβι της σημείωσε μερικά μέρη. Τα μάτια της μισόκλειναν. Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες.
Στο τέλος όμως αποκοιμήθηκε με τον χάρτη στα χέρια.
Σ’ αυτό το ντιβάνι την βρήκαν την άλλη μέρα το πρωί με κομμένο το λαιμό, χωρίς περούκα, με τα μάτια γυαλένια, άγρια, απαίσια. Το παγωμένο πρόσωπο της δασκάλας είχε μια έκφραση τρομάρας…
Τα κρύσταλλα της πόρτας που έβγαινε στο μπαλκόνι ήταν σπασμένα σε κομμάτια. Ο αέρας δυνατός και παγωμένος φυσούσε μέσα στο σαλόνι.
Το χιόνι που έμπαινε από το παράθυρο της μπαλκονόπορτας που οι κακούργοι άφησαν ανοιχτή, είχε λυώσει και το πάτωμα ήτανε πλημμυρισμένο από νερά…
Τα φώτα ήταν ακόμα αναμμένα και το παλατάκι μέσα στο χιονισμένο πάρκο έμοιαζε σαν φαντασμαγορικό…
Ποιος έσφαξε τη γυναίκα αυτή και για ποιο λόγο;
Την έσφαξαν αυτοί οι δυό που κάθονταν στο περιβόλι… Γιατί έκαναν το έγκλημα; Δεν ξέρει κανένας. Δεν έκλεψαν τίποτα. Δεν πήραν κανένα πραγματάκι…
Ήτανε δυό. Αυτό το καταλάβαινε κανένας από τα πατήματά τους πάνω στο καθρεφτένιο πάτωμα.
Και τα πατήματα του ενός δεν ακολουθούσαν την ίσια γραμμή. Πήγαιναν λοξά. Χωρίς άλλο ο ένας απ’ αυτούς ήταν κουτσός…
Ήτανε δυό. Μα ποιοι ήσαν; Άγνωστο.
Η αστυνομία δεν μπόρεσε να τους βρη πουθενά, για να τους πιάση.
Κι’ εγώ πολύν καιρό φανταζόμουνα πως πιο φοβερό έγκλημα δεν ξανάγινε ποτέ και δεν θα ξαναγίνη στον αιώνα τον άπαντα.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε! Και όμως δεν μπορώ να ξεχάσω τα ματωμένα αυτά Χριστούγεννα..
Τι φοβερός είνε ο άνθρωπος και πόσο σκοτεινή η ψυχή του.
Και ποιο φριχτό από όλα είνε όταν ο φονηάς τελειώνη το διαβολικό του έργο και μένει άπιαστος…
Κανένας δεν τον υποπτεύεται… ούτε τον καταδιώκει…
Μα που είνε αυτοί οι δυό; Τι έχουν γίνει; Ίσως ζούνε έως τώρα, περπατούν, τρώνε, πίνουν, μιλούν, γελούν και γλεντάνε…