Ο οικονομικός πατριωτισμός, φαινόμενο που άνθησε στα χρόνια της κρίσης, καλά κρατεί στην εγχώρια αγορά. Μάλιστα, αυτό δεν περιορίζεται σε επίπεδο πρόθεσης αγορών από τους καταναλωτές, καθώς τα στοιχεία δείχνουν υψηλά μερίδια αγοράς για τους Ελληνες προμηθευτές ειδών διατροφής και εν γένει βασικών προϊόντων σούπερ μάρκετ. Η τάση αυτή αρχίζει και κάνει την εμφάνισή της σε όλη την Ευρώπη, με σημαντική, ωστόσο, μερίδα καταναλωτών να εμφανίζεται διστακτική να πληρώσει ακριβότερα για τα τοπικά προϊόντα.
Η στροφή προς τα τοπικά προϊόντα διαμορφώνει δύο βασικές στρατηγικές στις αποφάσεις των επιχειρήσεων για το μέλλον, σύμφωνα με όσα επισημαίνει πανευρωπαϊκή έρευνα της εταιρείας ερευνών αγοράς IRI: οι μεν πολυεθνικές στοχεύουν ολοένα και περισσότερο στην εξαγορά τοπικών σημάτων, ακόμη και νεοφυών επιχειρήσεων, προκειμένου να αποκτήσουν πιο «εθνική» ταυτότητα, οι δε τοπικές εταιρείες και ειδικά οι μικρότερες, που έχουν χαμηλή διείσδυση στην αγορά, επιζητούν περισσότερο χώρο στα ράφια των μεγάλων σούπερ μάρκετ. Σύμφωνα με έρευνα καταναλωτικής συμπεριφοράς που διενήργησε η εταιρεία ερευνών αγοράς IRI σε επτά ευρωπαϊκές χώρες (Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία και Ισπανία), το μερίδιο ως προς την αξία των Ελλήνων προμηθευτών στους 50 μεγαλύτερους προμηθευτές στην εγχώρια αγοράς είναι 42,3%, αυξημένο μάλιστα κατά 0,3 μονάδες σε σύγκριση με πέρυσι.
Πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των επτά εξεταζόμενων χωρών με την πρωτιά να ανήκει στην Ιταλία, όπου το μερίδιο των τοπικών προμηθευτών στο σύνολο των 50 μεγαλύτερων είναι 57,9%.
Οι Ελληνες καταναλωτές, από την πλευρά τους, επιλέγουν τα ελληνικά προϊόντα διότι θέλουν, πρώτον, να στηρίξουν τους τοπικούς παραγωγούς (70% συγκεντρώνει αυτή η απάντηση, έναντι 53% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρώπη), δεύτερον, θεωρούν ότι τα προϊόντα αυτά είναι καλύτερης ποιότητας (63% έναντι 49% στην Ευρώπη), τρίτον, έχουν καλύτερη γεύση (57% στην Ελλάδα, έναντι 45% στην Ευρώπη), τέταρτον, είναι πιο υγιεινά (38% στην Ελλάδα, έναντι 22% στην Ευρώπη) και έχουν καλύτερη σχέση ποιότητας – τιμής (38% στην Ελλάδα, έναντι 29% στην Ευρώπη). Μάλιστα ακόμη και αυτοί που σήμερα δεν αγοράζουν ελληνικά προϊόντα δηλώνουν σε ποσοστό 56% ότι θα το πράξουν, ειδικά σε ό,τι αφορά τα νωπά τρόφιμα.
Οι κυριότεροι ανασταλτικοί παράγοντες για τη μη αγορά τοπικών προϊόντων είναι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο οι ακόλουθοι: οι καταναλωτές δηλώνουν ότι δεν βρίσκουν τα προϊόντα που θέλουν μεταξύ των τοπικών σημάτων (40%), οι τιμές τους είναι υψηλότερες σε σχέση με τα προϊόντα των πολυεθνικών (29%), πρέπει να τα αναζητήσουν σε μικρότερα καταστήματα (28%), σε πολλούς τα τοπικά σήματα είναι άγνωστα (18%), δεν έχουν εγγυήσεις για τη διαδικασία παραγωγής (14% στην Ευρώπη, αλλά 28% στην Ελλάδα). Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτοί που έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στο θέμα των τιμών είναι οι Γερμανοί (το 43% των μη αγοραστών τοπικών προϊόντων αιτιολογεί έτσι την απόφασή του).
Η προτίμηση ή όχι προς τα τοπικά προϊόντα διαφοροποιείται και αναλόγως της ηλικίας. Πιο ένθερμοι υποστηρικτές όσοι είναι άνω των 34 ετών, σε αντίθεση με τους λεγόμενους millennials (πρόκειται για τη γενιά εκείνη στην οποία ανήκουν όσοι έχουν γεννηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90), οι οποίοι αναγνωρίζουν περισσότερο τα σήματα των πολυεθνικών.
Έντυπη