Η ιστορία του Τζακ του Αντεροβγάλτη στοιχειώνει τους Λονδρέζους για περισσότερο από έναν αιώνα. Πόσες είναι οι πιθανότητες, όμως, ο αιμοσταγής κατά συρροή δολοφόνος να ήταν στην πραγματικότητα γυναίκα;
Το London Dungeon, μία από τις κυριότερες τουριστικές ατραξιόν της αγγλικής πρωτεύουσας, επέλεξε μία γυναίκα για να παίξει τον ρόλο του Τζακ, ενισχύοντας έτσι τους ισχυρισμούς μερίδας ατόμων που πιστεύει ακράδαντα πως στην πραγματικότητα ο δολοφόνος ήταν… Τζάκι.
Οι δολοφονίες, που χρονολογούνται πίσω στο μακρινό 1888, έχουν τεθεί στο επίκεντρο ερευνών, μελετών, εργαστηριακών εξετάσεων και ατελείωτων θεωριών για το ποιος ήταν ο φόβος και τρόμος του Λονδίνου.
Η λίστα των υπόπτων είναι μακριά: γιατροί, κρεοπώλες, βιβλιοπώλες ακόμη και ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας. Όμως, ο δολοφόνος παραμένει ακόμη μυστήριο.
Το London Dungeon γιορτάζοντας την 130η επέτειο από την πρώτη δολοφονία του Τζακ αποφάσισε να βάλει μία γυναίκα να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ταράζοντας λίγο τα νερά.
Μετά την πρώτη δολοφονία, στις 31 Αυγούστου του 1888, και τις άλλες τέσσερις που την ακολούθησαν, η αστυνομία έψαχνε σε κάθε δυνατό σημείο τον δράστη, για μήνες ολόκληρους, όμως, το μόνο απτό στοιχείο που είχε ήταν τα γράμματα που έστελνε ο δολοφόνος με την υπογραφή: Τζακ ο Αντεροβγάλτης.
Αυτή η υπογραφή δημιούργησε τη βεβαιότητα πως επρόκειτο για άντρα. Βέβαια, μαρτυρίες από τα σημεία των εγκλημάτων έκαναν λόγο για μία γυναικεία φιγούρα, όμως, δεν προέκυψαν στοιχεία και το σενάριο δεν εξετάστηκε ποτέ.
Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο συγγραφέας του βιβλίου «The Hand of a Woman», Τζον Μόρις, το σενάριο ότι ο Τζακ να ήταν στην πραγματικότητα Τζάκι δεν πρέπει να αγνοηθεί.
Ο Μόρις έφτιαξε μία λίστα από ύποπτες που ταίριαζαν στο προφίλ του δράστη και πίστευε πως η γιατρός Λίζι Ουίλιαμς, η οποία δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, ήταν κατά πάσα πιθανότητα η δολοφόνος.
Όπως γράφει στο βιβλίο του: «Σε τέσσερα από τα πέντε θύματά του ο Αντεροβγάλτης είχε βγάλει τη μήτρα, ενώ στο πέμπτο υπήρχαν σημάδια ότι προσπάθησε να τη βγάλει». «Η Λίζι Ουίλιαμς δεν μπορούσε να κάνει δικά της παιδιά και θεωρείται ότι αυτό της προκάλεσε μίσος προς ιερόδουλες, οι οποίες μπορούσαν να μείνουν έγκυες πολύ εύκολα».
«Επίσης, θεωρείται ότι ο σύζυγός της είχε σχέσεις με το πέμπτο θύμα, κάτι που ενίσχυσε περαιτέρω τις δολοφονικές της προθέσεις», γράφει ο Μόρις στο βιβλίο του.
Τον Μάιο του 2006, τεστ DNA που έγινε σε δείγμα σάλιου το οποίο εντοπίστηκε στα γραμματόσημα των επιστολών, που φέρεται να έστελνε ο δράστης σε διάφορες εφημερίδες μετά τους φόνους, έδειχναν πως μάλλον πρόκειται για γυναίκα.
Βέβαια, ακόμη και αν το σάλιο ανήκε πράγματι σε γυναίκα, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί πως η εν λόγω γυναίκα έγραψε τις επιστολές και ακόμη περισσότερο ότι ήταν η δολοφόνος.