Συνεχής πτώση στην παραγωγή πατάτας

0
285

Ηκαλλιέργεια πατάτας στην Ελλάδα φθίνει εδώ και μια δεκαετία, με αποκορύφωμα τα τελευταία τέσσερα χρόνια που η πτώση των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι ραγδαία. Ειδικότερα, όπως απεικονίζεται στο σχετικό διάγραμμα της περιόδου 2009-2017, με εξαίρεση μια αύξηση το 2011, οι εκτάσεις μειώθηκαν από 280.430 σε 100.700 στρέμματα. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ στο σύνολό της δείχνει αυξητικές τάσεις. Οι πρώτες πέντε ευρωπαϊκές χώρες στην πατατοκαλλιέργεια είναι η Πολωνία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ρουμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο με 316.000, 250.000, 192.220, 171.920, 145.000 καλλιεργούμενα στρέμματα αντίστοιχα. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 23η θέση από την ΕΕ-28, με τα στρέμματα για την παραγωγή πατάτας να είναι 100.700. Όπως φαίνεται στο σχετικό διάγραμμα, το μεγαλύτερο ποσοστό καλλιεργούμενων εκτάσεων συγκεντρώνεται στη Δυτική Ελλάδα και ακολουθούν η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα και, τέλος, με μικρότερα ποσοστά η Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, η Ήπειρος και τα Ιόνια Νησιά, η Θεσσαλία και η Αττική.

Σε εξέλιξη οι εαρινές φυτεύσεις

Σε εξέλιξη βρίσκονται οι εαρινές φυτεύσεις, οι οποίες κορυφώνονται μεταξύ 15 και 20 Αυγούστου. Σύμφωνα με τον πρόεδρο πατατοπαραγωγών Ηλείας, Ανδρέα Τσουκαλά, «η Θήβα βρίσκεται προς το τέλος της διαδικασίας, η Μεσσηνία βάζει μπρος σε λίγες μέρες και η Ηλεία έχει ξεκινήσει δειλά-δειλά».

Καλλιεργούμενες εκτάσεις

Σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, οι εκτάσεις που αναμένεται να φυτευτούν ακολουθούν φθίνουσα πορεία. Πιο συγκεκριμένα, για τη Μεσσηνία οι καλλιεργούμενες εκτάσεις προβλέπεται να μειωθούν περίπου στο 1/3, ενώ πολλοί αγρότες εγκαταλείπουν οριστικά τη συγκεκριμένη καλλιέργεια. Στην Αρκαδία, η πτώση θα φτάσει περίπου το 40%, ενώ στη Στερεά Ελλάδα θα αγγίξει και το 50%.

Βασικά αίτια είναι το υψηλό κόστος παραγωγής, οι χαμηλές τιμές και η υπερπροσφορά. Το κόστος παραγωγής ανά στρέμμα ξεκινάει από 500 ευρώ και μπορεί να αγγίξει τα 1.000 ευρώ, ανάλογα με το είδος και την κατηγορία του σπόρου, το λίπασμα, καθώς και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Ωστόσο, οι τιμές διάθεσης είναι εξαιρετικά χαμηλές, χαμηλότερες από ό,τι παλαιότερα, εξαιτίας των μεγάλων εισαγωγών από Αίγυπτο και Γαλλία. Η παραγωγή προορίζεται κυρίως για την εγχώρια αγορά, καθώς εξαγωγές είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν με τόσο μικρές ποσότητες.

Πέρα από τις εισαγωγές, βασικό πρόβλημα αποτελούν και οι ελληνοποιήσεις, ενώ καθοριστικό ρόλο στη φθίνουσα πορεία της παραγωγής φαίνεται να διαδραματίζει και η μείωση εργατικών χεριών. Οι αγρότες δεν έχουν πια την ευχέρεια για μια καλλιέργεια εντάσεως εργασίας και πολλών εισροών που απαιτούν υψηλή χρηματοπιστωτική ρευστότητα.