Ήταν γιος των αγροτών Γιάννη και Ελένης Κυριακίδη. Με την παραμικρή
αφορμή πήγαινε με τα πόδια στο απέναντι χωριό που απείχε 15 με 20
χιλιόμετρα. Έβγαλε το Γυμνάσιο στην Πάφο κι από την εφηβική του ηλικία
άρχισε να παίρνει μέρος σε αγροτικούς αγώνες εκπροσωπώντας το χωριό του.
Το 1930 γράφτηκε στον Γυμναστικό Σύλλογο Ολύμπια Λεμεσού
τον οποίο δεν εγκατέλειψε, μέχρι και το τέλος της αθλητικής του
σταδιοδρομίας (παρόλο που αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα). Για ένα
διάστημα εργάστηκε ως υπάλληλος του Δήμου Λεμεσού.
Το 1934 μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου από το 1936 εργάστηκε ως εισπράκτορας της Δ.Ε.Η., χωρίς να εγκαταλείψει τον αθλητισμό. Από εκείνο το διάστημα και έπειτα, όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο Λεωφόρος Ηρωών υπήρξε αθλητής και του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου,
ώστε να έχει ένα σωματείο στην Αθήνα με το οποίο θα προπονείται, αλλά
και για να λαμβάνει μέρος σε αγώνες που δεν συμμετείχαν κυπριακές
ομάδες.[1] Την εγγραφή του στα μητρώα του Παναθηναϊκού προανήγγειλε στις 10 Σεπτεμβρίου 1934 η εφημερίδα Αθλητικά Χρονικά σε άρθρο με τίτλο «Ο μαραθωνοδρόμος Κυριακίδης μεταγράφεται στον Παναθηναϊκό».[2] Η πρώτη επίσημη συμμετοχή του με τα χρώματα του Παναθηναϊκού
πραγματοποιήθηκε λίγες ημέρες αργότερα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1934 σε
αθλητικούς αγώνες στην Πάτρα. Ο Κυριακίδης, ως αθλητής του Παναθηναϊκού,
έλαβε μέρος στα 10.000 μέτρα και τερμάτισε πρώτος με χρόνο 38’51”.[3]
Δεν είναι γνωστό το διάστημα που συνυπήρξε αθλητής του Γυμναστικού
Συλλόγου Ολύμπια Λεμεσού και του Παναθηναϊκού. Ωστόσο, το 1939, η
εφημερίδα Ελευθερον Βήμα αναφέρει σε άρθρο της τον Κυριακίδη ως αθλητή του Παναθηναϊκού.[4]
Διακρίθηκε αρκετές φορές στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια με την εθνική ομάδα, ενώ κατέρριψε την πανελλήνια επίδοση του Σπύρου Λούη
στον Μαραθώνιο (επίδοση τεσσάρων περίπου δεκαετιών). Ο Λούης φέρεται να
τον υποδέχθηκε στο σπίτι του στο Μαρούσι λέγοντάς του: «Παιδί μου
Στέλιο, να τρέχεις πάντα, γιατί εμείς οι Έλληνες γεννηθήκαμε για να
τρέχουμε. Μόνο έτσι καταφέραμε να ζήσουμε τόσους αιώνες».
Το 1941, μετά την είσοδο ναζιστικών γερμανικών δυνάμεων στην Αθήνα
παντρεύτηκε την Ιφιγένεια με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά: την Ελένη,
την Μαίρη και τον Δημήτρη. Για τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, ο ίδιος δήλωσε πως το γαμήλιο δώρο του ήταν ένα ψωμί (κι αυτό μισό). Το 1943 στο Χαλάνδρι,
συνελήφθη από Γερμανούς με άλλα 49 άτομα (τα οποία εκτελέστηκαν)
εξαιτίας ενός φόνου Γερμανού στρατιώτη. Ο Γερμανός αξιωματικός υπηρεσίας
ήταν μαραθωνοδρόμος και τον άφησε ελεύθερο, όταν βρήκε στο πορτοφόλι
του την ταυτότητά του και την κάρτα διαπίστευσης των Ολυμπιακών Αγώνων
του 1936 στο Βερολίνο. Ο γιος του Δημήτρης Κυριακίδης ανέφερε: «Μια
άλλη φορά, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στο σπίτι μας, βρήκαν ένα άλμπουμ
με φωτογραφίες από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Στην πρώτη
σελίδα ήταν ο Χίτλερ.“Χάιλ Χίτλερ!” είπαν και εξαφανίστηκαν. Έτσι εδόθη
εντολή να μην πηγαίνει κανείς στο σπίτι του Κυριακίδη. Από τότε ο
πατέρας μου έκρυβε στο υπόγειό μας τους συμμάχους που έπεφταν με τα
αλεξίπτωτα και έφευγαν αργότερα στην Αίγυπτο».
Το 1946, μετά τη λήξη της γερμανικής Κατοχής το 1944 και του Εμφυλίου Πολέμου, ο Κυριακίδης αποφάσισε να συμμετάσχει στον 50ο
Διεθνή Μαραθώνιο της Βοστώνης στις Η.Π.Α.. Μετά από αρκετές δυσκολίες
κατάφερε να αγωνιστεί και να νικήσει, ευαισθητοποιώντας Αμερικανούς και
Έλληνες ομογενείς, στέλνοντας έτσι οικονομική βοήθεια και είδη πρώτης
ανάγκης στην Ελλάδα που μαστιζόταν από φτώχεια κι ανέχεια.
Μέχρι το τέλος της ζωής του, αφιερώθηκε στον αθλητισμό (προπονητής,
διοικητικός παράγοντας), σε φιλανθρωπικά έργα, στον προσκοπισμό ενώ
προέτρεπε τα παιδιά να στραφούν στον αθλητισμό, δημιουργώντας το
γυμναστήριο “Αθλητικός Όμιλος Φιλοθέης”.
Ο Στέλιος Κυριακίδης πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου του 1987, στη Αθήνα και τάφηκε στον Πύργο Κορινθίας, όπου είχε το εξοχικό του.
Ο Μαραθώνιος της Βοστώνης
Το
1946, ο 36χρονος Στέλιος Κυριακίδης αποφάσισε να συμμετάσχει στον
περίφημο πεντηκοστό Διεθνή Μαραθώνιο της Βοστώνης (42.195 μ.), μετά από
τιμητική πρόσκληση των διοργανωτών. Τα γεγονότα ότι λόγω της Κατοχής
ήταν αδύναμος και υποσιτισμένος, ότι είχε πέντε χρόνια να αγωνιστεί σε
Μαραθώνιο και η έλλειψη προπόνησης, προκαλούσαν την σύζυγό του: «Είσαι τρελός; Έτσι κοκαλιάρης όπως είσαι θα πεθάνεις!». Έτσι ξεκίνησε τις προπονήσεις ακόμη και μέσα στο χιόνι, ενώ κάποια στιγμή λιποθύμησε από την εξάντληση. Όμως, ο Σ.Ε.Γ.Α.Σ. αδυνατούσε να στείλει βεβαίωση-πιστοποίηση ερασιτέχνη αθλητή.
ούτε βίζα μπορούσε να βγάλει καθώς ήταν προνόμιο μόνο Αμερικανών
υπηκόων, αλλά με την βοήθεια του πρόξενου, τον οποίο γνώριζε, την
απέκτησε. Παρόλα αυτά το ταξίδι με το πλοίο θα του στερούσε απαραίτητες
προπονήσεις ή ακόμη και την συμμετοχή του στον αγώνα, ενώ το αεροπορικό
εισιτήριο για Παρίσι κόστιζε 575 δολάρια με τον ίδιο να δηλώνει: «Όταν άκουσα το ποσόν τρελάθηκα. Εκείνη την ημέρα θα πήγα 30 φορές πάνω κάτω την οδό Σταδίου».
Μετά από αντιρρήσεις της συζύγου του, πούλησε την ηλεκτρική κουζίνα και
το ραδιόφωνό τους, ενώ κατάφερε να λάβει και από την Δ.Ε.Η., όπου
δούλευε, επιταγή 1.000 δολαρίων (από την ταραχή του ξέχασε να
ευχαριστήσει). Όταν η τράπεζα αρνήθηκε να του δώσει συνάλλαγμα είπε
αγανακτισμένος στον διευθυντή: «Τρέχω για την Ελλάδα από το 1933. αγωνίζομαι για τη γαλανόλευκη. δεν είμαι κανένας τυχοδιώκτης».
Τελικά, στις 4 Απριλίου 1946 επιβιβάστηκε για πρώτη φορά σε αεροπλάνο, πετώντας για Αμερική.
Στην Αμερική, οι γιατροί πίστευαν πως θα πέθαινε από εξάντληση κατά την διαδρομή, καθώς ήταν εξαιρετικά αδύναμος και καχεκτικός.
αλλά οι αντιρρήσεις τους ξεπεράστηκαν από την αθλητική ομοσπονδία.
Προπολεμικά ο Κυριακίδης είχε συμμετάσχει στον Μαραθώνιο της Βοστώνης
του 1930, εγκαταλείποντας λόγω των καινούργιων αθλητικών υποδημάτων που
του είχαν χαρίσει Έλληνες ομογενείς και τα οποία τον πλήγωσαν. Κατά την
παραμονή του στην Αμερική υποσχέθηκε πως δεν θα εγκατέλειπε ξανά
λέγοντας: «Ήρθα να τρέξω για επτά εκατομμύρια πεινασμένους Έλληνες.».
Ο μάγειρας του ξενοδοχείου όπου διέμενε ήταν Έλληνας ομογενής και τον
βοήθησε να πάρει πέντε κιλά μέσα σε λίγες ημέρες. Την ημέρα του αγώνα,
όμως, οι γιατροί είχαν και πάλι τις ενστάσεις τους, σχετικά με την υγεία
του Κυριακίδη. Έτσι υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση, σύμφωνα με την οποία ήταν
ενήμερος για τους κινδύνους, αναλαμβάνοντας όλη την ευθύνη (κάποιες
εφημερίδες τον αποκαλούσαν «ο κοκκαλιάρης ‘Ελληνας»).
Κατά τις 12:00, στις 20 Απριλίου 1946, δόθηκε η εκκίνηση του
Μαραθωνίου της Βοστώνης. Οι κύριοι διεκδικητές της νίκης ήταν ο
Αμερικανός Τζόνυ Κέλυ (2 νίκες, 7 δεύτερες θέσεις, 61 συμμετοχές) και ο Καναδός Ζεράρντ Κοτέ
(4 νίκες). Πριν τον αγώνα κάποιος έδωσε στον Κυριακίδη ένα διπλωμένο
χαρτάκι να το διαβάσει λίγο πριν από την έναρξη. Από την μια πλευρά
έγραφε «Ή ταν ή επί τας» και από την άλλη «Νενικήκαμεν». Είχε ζητήσει από την επιτροπή να αγωνιστεί με τον αριθμό 7 (τυχερός αριθμός στην Αρχαία Ελλάδα)
και έτσι του δόθηκε το 77 (δυο φορές τυχερός). Ακολουθώντας την τακτική
που ακολουθούσε πάντα, δεν σπατάλησε δυνάμεις από την αρχή αλλά
επιτάχυνε από το μέσον της διαδρομής (είχε βάλει σαν «σημάδια» διάφορα
κτήρια, τοποθεσίες και τα παντελονάκια των συναγωνιστών του). Επίσης
κοιτούσε μόνο μπροστά αναφέροντας: «όταν ένας μαραθωνοδρόμος κοιτάζει πίσω του, δίνει φτερά στον αντίπαλο».
Στα τελευταία χιλιόμετρα προπορευόταν μαζί με τον Τζόνυ Κέλυ. Τόσο
ομογενείς όσο και Αμερικανοί τον ενθάρρυναν, ενώ ένας ομογενής θέλοντας
να τον βοηθήσει, του προσέφερε ένα πορτοκάλι χτυπώντας τον ενθαρρυντικά
στην πλάτη και μπερδεύτηκε στα πόδια του, κάνοντάς τον να χάσει ρυθμό
και έδαφος. Κάποιος άλλος Έλληνας του φώναξε: «Καλά πας, Στέλιο! Έστω δεύτερος». Παρακάτω, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος που παρακολουθούσε τον αγώνα με αυτοκίνητο, τον πληροφόρησε: «ο Κέλυ «έσπασε», είναι ώρα να φύγεις». Τότε συνέβη κάτι, που ο Κυριακίδης θυμόταν με συγκίνηση: «…ένας ηλικιωμένος Έλληνας να τραβάει τα μαλλιά του και να λέει: Για την Ελλάδα Στέλιο μου! Για τα παιδιά σου!». Τότε ο Στέλιος Κυριακίδης έδωσε όλα τα σωματικά του αποθέματα κατακτώντας την νίκη, φωνάζοντας στον τερματισμό: «For Greece!» (Για την Ελλάδα).
Ο χρόνος του 2:29:27 αποτέλεσε τον καλύτερο στην Ευρώπη και για 22 χρόνια τον καλύτερο στην Ελλάδα.
Οι Αμερικανοί τον αποκάλεσαν «ο απόγονος του Φειδιππίδη» και σε ερώτηση που του τέθηκε: «Τι θα ήθελες να κάνουμε για σένα;»,
-ενώ του προσφέρθηκαν χρήματα για να γίνει επαγγελματίας αθλητής και
είχε προτάσεις από το Χόλιγουντ για να γίνει ηθοποιός- απάντησε: «Για μένα τίποτα. Μόνο για την Ελλάδα…», επιμένοντας: «Σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου». Ο Τζόνυ Κέλυ (ήταν ο επικρατέστερος για τη νίκη) όταν ρωτήθηκε γιατί δεν κατάφερε να κερδίσει τον αγώνα, απάντησε: «Πως θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιον αθλητή; Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου κι αυτός για μια ολόκληρη πατρίδα». Αργότερα, ο Κυριακίδης τηλεγράφησε στην Δ.Ε.Η.: «Ενίκησα με δεύτερον τον Κέλυ και τρίτον τον Κοτέ. Αγών σκληρός. Ευτυχής διότι ενίκησα». Την επομένη του αγώνα στην εφημερίδα της Βοστώνης (Boston Sunday Post), στο άρθρο «Η νίκη ανήκει σε δύο έθνη», ο δημοσιογράφος είχε γράψει: «Έχω
ξαναδεί πολλούς αθλητές να κλαίνε είτε από χαρά για το θρίαμβό τους
είτε από λύπη για την ήττα τους. Αυτός ο Αθηναίος με τα ευγενή αισθήματα
δάκρυσε αληθινά, με δάκρυα που έβγαιναν μέσα από τη δυνατή ελληνική
καρδιά του. Μια καρδιά που δεν τον πρόδωσε στα 26 μίλια που διήνυσε,
αλλά που κόντεψε να σπάσει όταν έφτασε στο τέρμα, τόσο από περηφάνια για
τη νίκη του όσο και από θλίψη για τις κακουχίες που περνούσε η πατρίδα
του».
Το «Πακέτο Κυριακίδη»
Ο
Στέλιος Κυριακίδης, μετά τον αγώνα έμεινε για περίπου ένα μήνα στην
Αμερική, αποσκοπώντας στην συγκέντρωση βοήθειας για την Ελλάδα, καθώς η
νίκη του είχε προκαλέσει την συμπάθεια σε Αμερικανούς και κυρίως σε
Έλληνες ομογενείς. Τελικά το ποσό που κατάφερε να συγκεντρώσει έφθασε τα
250.000 δολάρια, ενώ η οικογένεια Λιβανού έστειλε δύο πλοία με είδη
πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα). Η βοήθεια αυτή ονομάστηκε
«Πακέτο Κυριακίδη». Τον Μάιο του 1947, ως απόρροια της δημοσιότητας που
είχε δοθεί στην κατάσταση της Ελλάδας, λόγω του Μαραθωνίου της Βοστώνης,
τέθηκε σε εφαρμογή εσπευσμένη οικονομική βοήθεια από την Αμερική
(400.000 δολάρια), πριν το Σχέδιο Μάρσαλ.
Στις 23 Μαΐου 1946, ο Κυριακίδης επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου περίπου
ένα εκατομμύριο Έλληνες τον υποδέχθηκαν με τιμές ήρωα. Έπειτα,
πραγματοποιήθηκε επίσημη τελετή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου ο λόγος του δακρυσμένου Κυριακίδη (δήλωνε: «Είμαι υπερήφανος που είμαι Έλλην») συγκίνησε το πλήθος. Η επιστροφή στο σπίτι του στην Φιλοθέη κράτησε 8 ώρες. Για πρώτη φορά μετά την Κατοχή, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη προς τιμήν του.
Τιμές και Διακρίσεις
Συνολικά
ο Στέλιος Κυριακίδης υπήρξε 14 φορές νικητής σε Παγκύπριους αγώνες (2
σε μαραθώνιο) και 11 φορές Πανελληνιονίκης (3 σε μαραθώνιο). Το 1933
στην πρώτη του συμμετοχή στους βαλκανικούς αγώνες τερμάτισε 2ος πίσω από τον Ρουμάνο Γκαλ. Το 1934 στο Ζάγκρεμπ
κέρδισε το πρώτο του χρυσό βαλκανικό μετάλλιο από τα 6 συνολικά που
κατέκτησε (4 σε μαραθώνιο). Με την ελληνική εθνική ομάδα σημείωσε
συνολικά 36 καλύτερες εθνικές επιδόσεις και έχει συμμετάσχει στους
Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936 και του Λονδίνου το 1948
τερματίζοντας 11ος και 18ος αντίστοιχα.