Μια από τις χαρακτηριστικότερες εικόνες του τρόπου με τον οποίο στέναζε το σκλαβωμένο έθνος μας στην τουρκοκρατία ήταν το κρυφό σχολειό, που τόσο έξοχα έχει αποδώσει ο χρωστήρας του Νικολάου Γύζη.
Το «Κρυφό σχολειό» (1885-1886), ελαιογραφία σε ξύλο, αποκαλύπτει όλη την τραγικότητα του Έλληνα της εποχής που αναγκαζόταν να κρύβεται για να μάθει λίγη ανάγνωση και γραφή.
Η παιδεία των σκλαβωμένων Ελλήνων είχε σμπαραλιαστεί και οι λιγοστές εστίες μόρφωσης διατηρούνται άσβεστες στα πλαίσια της Εκκλησίας και των μοναστηριών, τα οποία λειτουργούν ως καταφύγια των γραμμάτων με δασκάλους καλόγερους.
Κάτι για το οποίο παραπονιέται άλλωστε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος ως παιδί στην Πελοπόννησο μαρτυρεί πως δεν υπήρχαν παρά κάποια ελάχιστα και εντελώς υποτυπώδη σχολεία: «Εις τον καιρό της νεότητος, όπου ημπορούσα να μάθω κάτι τι, σχολεία, ακαδημίαι δεν υπήρχαν. Μόλις ήσαν μερικά σχολεία, εις τα οποία εμάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν. Οι παλαιοί κοτσαμπάσιδες, όπου ήσαν οι πρώτιστοι του τόπου, μόλις ήξευραν να γράφουν το όνομά τους. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχιερέων δεν ήξευρε παρά εκκλησιαστικά κατά πράξιν, κανένας όμως δεν είχε μάθησι», εξομολογείται ο Γέρος του Μοριά στη «Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836» (1846).
Τα λεγόμενα του Κολοκοτρώνη επιβεβαιώνει και ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο οποίος μιλώντας για πατέρα του, τον πανίσχυρο πελοποννήσιο προεστό Ιωάννη Δεληγιάννη, μας λέει στα «Απομνημονεύματά» του πως ήταν «άνευ παιδείας, καθότι τότε δεν υπήρχον εις την Πελοπόννησον Ελληνικά Σχολεία».
Αν υπήρχαν όμως έστω και ελάχιστα σχολεία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, γιατί να καταφύγει το έθνος στην έκτακτη λύση της κρυφής παιδείας; Κι έτσι η συζήτηση για την ύπαρξη ή όχι του κρυφού σχολειού στρέφεται αναγκαστικά γύρω από το αν και κατά πόσο δίωκαν και απαγόρευαν οι Οθωμανοί τόσο την παιδεία όσο και τη θρησκευτική ελευθερία των υπόδουλων λαών.
Εύκολες και καλοβαλμένες απαντήσεις στο θέμα δεν χωρούν και αν θέλει να προσεγγίσει κανείς με τη δέουσα σοβαρότητα και την ευαισθησία που της πρέπει την κουβέντα για την ύπαρξη και λειτουργία του κρυφού σχολειού, οφείλει να στραφεί στην ελληνική βιβλιογραφία και τις πρωτογενείς πηγές…
Το κρυφό σχολειό ως εθνικός μύθος
Πλέον υπάρχει μια ολόκληρη σχολή ιστορικής σκέψης που αμφισβητεί την ύπαρξη του κρυφού σχολειού, μιλώντας ξεκάθαρα για μύθευμα που γέννησε η ανάγκη της εθνικής ταυτότητας και διαιώνισε η κυρίαρχη ελληνορθόδοξη παράδοση. Σύμφωνα με τους αναθεωρητές ιστορικούς, η άποψη πως «η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν … “απολίτιστη” και συνεχώς βίαιη έναντι των Ελλήνων και άλλων χριστιανών» δεν είναι παρά ιστορική «ανακρίβεια», διατείνεται ο Αλέξης Ηρακλείδης (στο άρθρο του στα «Νέα»: «Τα βιβλία ιστορίας του σχολείου. Πέρα από την ανάγκη για ‘‘βαρβάρους’’»).
Άλλοι ιστορικοί θέλουν τον μύθο του κρυφού σχολειού να είναι απλό «στερεότυπο» του έθνους μας, υποστηρίζοντας πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν πολύ πιο φιλελεύθερη από τα μελανά χρώματα που την αποτύπωσε το συλλογικό φαντασιακό του Νεοέλληνα. Ο καθηγητής Ηρακλείδης μας λέει στο βιβλίο του «Η Ελλάδα και ο ‘‘εξ Ανατολών Κίνδυνος’’» πως «η οθωμανική περίοδος ώς και το 1914 μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις πλέον ευνοϊκές συμβιώσεις κυρίαρχων μουσουλμάνων και υποτελών χριστιανών».
Οι αναθεωρητές θεωρούν πως ό,τι μάθαμε στο σχολείο για τους Τούρκους που απαγόρευαν τη διαπαιδαγώγηση των Ελλήνων είναι τουλάχιστον ανακριβές. Κι αυτό γιατί «η επιστημονική προσέγγιση, στηριγμένη στις μαρτυρίες των πηγών, έχει κατηγορηματικά αποκλείσει την απαγόρευση εκπαίδευσης των χριστιανών από την οθωμανική εξουσία: καμία διαταγή, καμία συγχρονική περιγραφή, καμία συγχρονική έκθεση, κανένα απομνημόνευμα δεν αναφέρεται σε απαγόρευση», υποστηρίζει η Μ. Πύλια στο άρθρο της στην «Αυγή»: «Κρυφό σχολειό: Μια ολοφάνερη πλάνη».
«Δεν υπάρχει καμιά ιστορική πηγή που να μαρτυρεί ότι οι τουρκικές αρχές απαγόρευαν τη λειτουργία σχολείων ή ότι έκλεισαν κάποιο σχολείο», ισχυρίζεται και ο Χ.Γ. Πατρινέλης στην «Εκπαίδευση κατά την Τουρκοκρατία» (στον τόμο «Ελλάς, Η Ιστορία και ο Πολιτισμός του Ελληνικού Έθνους από τις Απαρχές μέχρι Σήμερα»). «Καμιά απαγόρευση σχολείου δεν έχει επισημανθεί, κανένας, ούτε ο ελάχιστος υπαινιγμός δεν έχει εντοπισθεί στα χρόνια της τουρκοκρατίας», προσυπογράφει και ο Αλέξης Πολίτης στο «Μυθολογικό Κενό».
«Ούτε βρέθηκε κανένα φιρμάνι ή άλλη διαταγή του κυριάρχου που να απαγορεύει τη λειτουργία χριστιανικών σχολείων», συνεχίζει ο Χρήστος Λούκος στο άρθρο του στο «Βήμα»: «Απαλλαγή από τα στερεότυπα». «Οι αντίθετες πληροφορίες είναι πολύ μεταγενέστερες και πρέπει να συσχετισθούν με τον θρύλο του κρυφού σχολειού», διατείνεται ο Χ.Γ. Πατρινέλης στην «Κατάσταση της Παιδείας στις Υπόδουλες Ελληνικές Περιοχές», και συνεχίζει στο ίδιο μήκος κύματος: «Μόνο μετά την Επανάσταση του 1821 μερικοί λόγιοι της εποχής, διεκτραγωδώντας τα παθήματα του Ελληνισμού κατά την Τουρκοκρατία, υπαινίχθηκαν –χωρίς να αναφερθούν σε κανένα συγκεκριμένο παράδειγμα– ότι η παιδεία, όπως και η Εκκλησία, ήταν υπό διωγμόν» («Η Εκπαίδευση κατά την Τουρκοκρατία»).
Η ιστορική αλήθεια για τη μερίδα αυτή των μελετητών (μεταξύ αυτών ο Γιάννης Βλαχογιάννης και ο Άλκης Αγγέλου) λέει πως οι Οθωμανοί δεν απαγόρευσαν ποτέ στον υπόδουλο Έλληνα να μαθαίνει γράμματα «όχι βέβαια γιατί διαπνέονταν από φιλελεύθερες αρχές, αλλά γιατί αδιαφορούσαν εντελώς για τις εσωτερικές υποθέσεις των ραγιάδων» (Χ.Γ. Πατρινέλης – «Η Εκπαίδευση κατά την Τουρκοκρατία»).
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλές πηγές ακόμα που ακολουθούν απαρέγκλιτα το ίδιο μονοπάτι του αναθεωρητισμού. Οι συγκεκριμένοι ιστορικοί διατείνονται πως τα ελληνικά διδάσκονταν ελεύθερα επί τουρκοκρατίας, υπό τη σκέπη μάλιστα του Πατριαρχείου, και σημειώνουν με νόημα την έλλειψη μαρτυριών που να υποστηρίζουν την ύπαρξη κρυφών σχολειών.
«Όποιος ήθελε μπορούσε να μάθει ελληνικά, σερβικά, βουλγαρικά κ.ο.κ. χωρίς να παρενοχλείται από τους κατακτητές», λέει ο Ανδρέας Παπάς στο άρθρο του «Δέκα μικροί μύθοι για το 1821». «Η επιστημονική έρευνα διαθέτει πλήθος τεκμηρίων για τη λειτουργία σχολείων, διότι κατά την τουρκοκρατία […] και μεγάλος αριθμός κανονικών σχολείων λειτουργούσε και κανένας δεν εμπόδιζε τη λειτουργία τους», επιμένει και ο Βασίλης Κρεμμυδάς στο άρθρο του «Η εκκλησία στο Εικοσιένα.
Μύθοι και ιδεολογήματα».
Οι αναθεωρητές επιμένουν πως γνωρίζουμε κατά καιρούς δεκάδες σχολεία -στοιχειώδη, μεσαία ή ανώτερα- σε όλο το γεωγραφικό μήκος και πλάτος του ελλαδικού χώρου που λειτουργούσαν ανεμπόδιστα, εκτός της περίφημης Πατριαρχικής Ακαδημίας στο Φανάρι, καθώς και δεκάδες δασκάλων, μαθητών, χορηγών σχολείων και εγγράφων σχετικών με την εκπαίδευση. Τέτοια ιδρύματα ήταν η Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Πόλη και η Πατμιάδα στην Πάτμο, για να αναφέρουμε μερικά μόνο, την ίδια ώρα που στο Πήλιο, τα Γιάννενα και τη Σμύρνη λειτουργούσαν εκκλησιαστικά σχολεία όπου τα νιάτα του έθνους μάθαιναν γραφή, ανάγνωση και ιστορία από ιερωμένους.
Οι αναθεωρητές αποφαίνονται λοιπόν αρνητικά στην ερώτηση για την ύπαρξη του κρυφού σχολειού και αποδίδουν την κακή κατάσταση της ελληνικής παιδείας και την έλλειψη σχολείων όχι σε οθωμανική απαγόρευση αλλά σε εσωτερικούς λόγους των ραγιάδων, όπως ο αγροτικός χαρακτήρας του υπόδουλου πληθυσμού και η έλλειψη πόρων και δασκάλων.
«Το επιχείρημα ότι η σπανιότητα των σχολείων στην πρώιμη οθωμανική περίοδο δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην οθωμανική καταπίεση επίσης δεν ευσταθεί. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού ήταν αγρότες που δεν χρειαζόταν να ξέρουν γράμματα … Η μόρφωση δεν είχε κοινωνική αξία … Η κοινωνία δεν χρειαζόταν τα γράμματα», λέει ο Παναγιώτης Στάθης στο άρθρο του «Κρυφό σχολειό: Τα ιστορικά δεδομένα για τον αβάσιμο ισχυρισμό».
Αποδέχονται όμως πως κάποιες φορές ο τουρκικός ζυγός γινόταν ανυπόφορος και η υλική και πνευματική παρακμή του γένους δεν είχε να κάνει μόνο με εσωτερικά αίτια, όπως η φυγή των λογίων στη Δύση και η έσχατη ένδεια του λαού. Μια φορά πάντως «σχολειό κρυφό δεν υπήρχε στη σκλαβιά» (Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Ιστορία και Θρύλος», άρθρο στα «Νέα»), αφού από το γεγονός και μόνο ότι λειτουργούσαν φανερά εκατοντάδες ελληνικά σχολεία σε πόλεις και χωριά προκύπτει αβίαστα πως δεν υπήρχε κανένας λόγος ύπαρξης κρυφών εκπαιδευτηρίων.
Τέλος, οι ιστορικοί αυτοί δεν κρύβουν τα λόγια τους αποκαλώντας το κρυφό σχολειό «εντελώς ανυπόστατο εθνικό μύθο», «κατασκευασμένο μύθο», «χονδροειδή ιστορικό μύθο», «ανύπαρκτο ιστορικό γεγονός», «κατασκευασμένο ιστορικό γεγονός», «(εικαστική) φαντασίωση», «πρόδηλο ψέμα», «ιστορικό ψέμα» και «καθαρή ανοησία»…
Ιστορικές μαρτυρίες για την ανάγκη ύπαρξης του κρυφού σχολειού
Είναι όμως απολύτως αληθές πως δεν υπάρχει ούτε μία μαρτυρία που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του κρυφού σχολειού ή των απαγορεύσεων και καταπιέσεων που είχε επιβάλλει η Υψηλή Πύλη; Παρά το γεγονός δηλαδή ότι ο διαφωτιστής Στέφανος Κανέλλος το λέει ξεκάθαρα το 1822; Υπάρχουν πάντως και ακόμα παλιότερες πηγές που ιχνηλατούν την ύπαρξη του κρυφού σχολειού. Κατά πρώτον, ο φωτισμένος πατριάρχης Αλεξανδρείας, Μελέτιος Πηγάς, ο οποίος σε επιστολή που στέλνει στους χριστιανούς της Πολωνίας το 1598 τους εξομολογείται τον διωγμό και την απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας από τους Τούρκους και το κάψιμο των ελληνικών βιβλίων.
Αλλά και ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης, απαντώντας το 1620 στην κατηγορία των Λατίνων σχετικά με την έλλειψη σοφίας στους Έλληνες, έγραφε για τον μαρασμό της παιδείας στο γένος: «Πως η ανατολική εκκλησία και όλον το γένος των Ελλήνων είναι κακά καταστρεμμένον, τούτο δεν το αρνούμεθα … Όσον πως δεν έχομεν σοφίαν και μαθήματα, αλήθεια είναι … Αν είχε βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγγίαν δέκα χρόνους, χριστιανούς εκεί δεν θα εύρισκες. Και εις την Ελλάδα τώρα διακόσιους χρόνους ευρίσκεται».
Τα ίδια καταμαρτυρεί και ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, Μητροφάνης Κριτόπουλος, ο οποίος γράφει το 1627: «Ήταν λοιπόν κάποτε η γενιά των Ελλήνων τόσο σπουδαία, όπως την περιέγραψα σύντομα παραπάνω. Όμως, επιτράπηκε στον πονηρό να εκδηλώσει εναντίον μας την κακία του, βρίσκοντας και τα κατάλληλα όργανα για να μας κακοποιήσει. Πόσους λοιπόν διωγμούς, πόσους πολέμους, πόσες δόλιες επιθέσεις, πόσα αμέτρητα κακά ξεσήκωσε εναντίον μας, φανερά και κρυφά, με τα όργανά του, και χρόνο πολύ θέλει να τα αναφέρουμε και είναι άλλωστε γνωστά σε όλους».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, Γεράσιμος Α’ (1631), ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, Νεκτάριος (1660), ο επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων, Ηλίας Μηνιάτης (1688), ο μητροπολίτης Φιλαδελφείας, Γεώργιος Φατζέας (1760) αλλά και ξένοι λόγιοι και περιηγητές, όπως ο ιησουίτης ιερωμένος François Richard (1650), ο βρετανός διπλωμάτης Sir Paul Rycaut (1678) και ο διακεκριμένος θεολόγος της Βρετανίας, Thomas Smith (1680).
Ξεχωριστή σαφώς θέση κατέχει εδώ η μαρτυρία του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος επιβεβαιώνει στην εποχή του όλα όσα είχαν αναφέρει κατά τους προηγούμενους αιώνες έλληνες και ξένοι μάρτυρες για την απαγόρευση της παιδείας και των σχολείων από τους Τούρκους. Γράφει ο Κοραής στο επαναστατικό του έργο «Σάλπισμα Πολεμιστήριον» (1801): «Οι Τούρκοι όχι μόνον δεν σέβονταν την ελευθερία των Ελλήνων στη θρησκεία και στην παιδεία, αλλά στερούσαν από τους Έλληνες τα αναγκαία μέσα για να ιδρύσουν σχολεία, ενώ μετέτρεπαν τους ναούς σε τζαμιά. Γι’ αυτό και ήταν οι μόνοι υπεύθυνοι που η Ελλάδα είχε βυθιστεί στο σκοτάδι της αμάθειας και της βαρβαρότητας. Και ήταν τόσο βαρύς και τυραννικός ο τουρκικός ζυγός, ώστε κάθε στιγμή οι Έλληνες να υφίστανται τους μεγαλύτερους εξευτελισμούς και ταπεινώσεις, ενώ κινδύνευε συνεχώς και η ίδια η ζωή τους».
Είναι δυνατόν, αναρωτιέται η μερίδα των ιστορικών που επιμένει στην ύπαρξη του κρυφού σχολειού, μέσα σε έναν τόσο βάρβαρο και τυραννικό ζυγό, μέσα στην καταπιεστική και ανελεύθερη αυτή συμπεριφορά, να επέτρεπαν στους Έλληνες την παιδεία και τα σχολεία; Αν αυτό είναι μια πραγματικότητα που καλύπτει χρονικά όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, τότε το πλαίσιο εγγραφής αλλάζει άρδην.
Η παιδεία, μας λέει αυτή η γραμμή σκέψης, ακόμα και ελεύθερη αν ήταν τυπικά, πιθανότατα καταπιεζόταν, όπως συνέβαινε εξάλλου και με τη θρησκευτική ελευθερία των χριστιανών, η οποία παρά το γεγονός ότι ήταν επίσημα κατοχυρωμένη από τους σουλτάνους με τα περίφημα προνόμια προς την Εκκλησία, δεν ήταν λίγες οι φορές, μας λένε οι πρωτογενείς πηγές, που οι χριστιανοί υπέστησαν ανελέητους διωγμούς σε διάφορες γωνιές της αυτοκρατορίας.
Οι τοπικοί τούρκοι διοικητές απαιτούσαν εξάλλου τεράστια χρηματικά ποσά όχι μόνο για να δώσουν άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ενός σχολείου, αλλά ακόμη και για να επιτρέψουν στους Έλληνες να μαθαίνουν γράμματα στο σπίτι. Όπως αποδέχεται ο ίδιος ο σουλτάνος στο μετεπαναστατικό φιρμάνι του Χάττι Χουμαγιούν, όταν ομολογεί πως «η καταπίεση και οι αυθαιρεσίες» που ασκούσαν οι οθωμανοί αξιωματούχοι στους Έλληνες «δεν είχαν τελειωμό».
Η ιστορικότητα του κρυφού σχολείου φαίνεται να στηρίζεται και από τμήμα της διεθνούς βιβλιογραφίας. Οι Aliki Dragona και Carolyn Handa γράφουν χαρακτηριστικά: «Παράδειγμα τα ‘‘κρυφά σχολεία’’, που λειτουργούσαν κρυφά και ‘‘παράνομα’’ κατά την διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα για σχεδόν 400 χρόνια, τα οποία δίδασκαν στα παιδιά τα βασικά στοιχεία της στοιχειώδους εκπαίδευσης, αλλά επίσης ενστάλαζαν σ’ αυτά και ένα ισχυρό ελληνικό ήθος» (A. Dragona & C. Handa, «Global Literacies and the World-Wide Web»)».
Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγουν επίσης και οι Ch.M. Costantakos και J.N. Spiridakis: «Οι Έλληνες πάντοτε θεωρούσαν πως η ελληνική τους γλώσσα ήταν η συνεκτική δύναμη της εθνικής τους ταυτότητας. Αγωνίστηκαν για τη διάσωσή της κατά τη διάρκεια πολλών περιόδων ξένης κυριαρχίας, κάτι που επιβεβαιώθηκε από την αντοχή και τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας στα τετρακόσια χρόνια κατοχής από την οθωμανική αυτοκρατορία, κατά τη διάρκεια της οποίας η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ήταν απαγορευμένη. Τα κρυφά σχολειά λειτουργούσαν κρυφά, κάτω από την κάλυψη που προσέφερε το σκοτάδι, με στόχο τη διατήρηση της γλώσσας» (Ch.M. Costantakos & J.N. Spiridakis, «The Multilingual Apple: Languages in New York City»).
Αλλά και ο Γεννάδιος Σχολάριος, πρώτος οικουμενικός πατριάρχης μετά την άλωση της Πόλης, αναφέρεται στην τραγική κατάσταση που περιήλθε η ελληνική παιδεία μετά την υποδούλωση του έθνους: «Μνήσθητε, αδελφοί και πατέρες, πόσον τε και ποταπόν υπήρχε το γένος ημών. Ην γαρ σοφόν, ένδοξον, γενναίον, φρόνιμον, ανδρείον, πάσαν την οικουμένην υποτάξαν εις μοναρχία. Και μην, και τη κατ’ αρετήν σπουδή τε και αγιωσύνη … Αλλά νυν, φευ των κακών!, απώλετο παν … Πούτα παιδευτήρια της σοφίας; … Κατεπόθησαν υπό του Μωάμεθ».
Η περιγραφή του Σχολάριου για τη θηριώδη συμπεριφορά του κατακτητή επιβεβαιώνεται και από ανάλογες περιγραφές ξένων λογίων της εποχής της Άλωσης. Ειδικά όσον αφορά στη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Τούρκοι απέναντι στην παιδεία και τον βυζαντινό πολιτισμό.
Ο σπουδαίος γερμανός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης (Τούμπιγκεν), Μαρτίνος Κρούσιος, κυκλοφόρησε το 1584 το μνημειώδες έργο του «Turcograecia», στο οποίο περιλαμβάνει τις επιστολές που αντάλλαζε με τον αρχιγραμματέα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Θεοδόσιο Ζυγομαλά. Ο οποίος του εξομολογείται ότι οι ελληνικές περιοχές και οι πόλεις ήταν άλλοτε «λόγων πηγαί», στην εποχή του όμως όλα ήταν «ηφανισμένα και λείψανον μολονότι φέροντα των πάλαι καλών και της τότε ευδαιμονίας». Κι αυτό γιατί τώρα πια «η καταπίεση και οι απαιτήσεις των τυράννων είναι φοβερές» (Μ. Crusius, «Turcograecia» 1584).
Ένα επιτακτικό ερώτημα που καλεί σε πειστική απάντηση ώστε να αποφανθεί η Ιστορία για την ύπαρξη ή όχι κρυφών σχολείων στρέφεται γύρω από τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκε ο κατακτητής στα γράμματα του Γραικού…
Έκλεισαν σχολεία οι Τούρκοι;
Η πρώτη μαρτυρία για κλείσιμο σχολείου προέρχεται από κανέναν άλλον από τον Κωνσταντίνο Κούμα: «Δεκαετής έγινε χωρίς να ιδή ούτε εκκλησίαν (διότι την μόνην της Λαρίσσης είχαν κριμνήσει οι Τούρκοι), ούτε κοινόν σχολείον, διότι εφυλάττετο έγκλειστος, δια τον φόβον των γιανιτσάρων», μας λέει στο «Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων» (1832).
Κάτι ανάλογο καταθέτει και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων στον λόγο του «Προτρεπτικός προς τους Έλληνας» (1 Οκτωβρίου 1821), περιγράφοντας τις συνέπειες της τουρκικής τυραννίας αναφορικά με την ίδρυση και τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων: «[Οι Τούρκοι] πιστεύουν πως όλη των ανθρώπων η σοφία κατοικεί εις το Κοράνιον, και επομένως όλα τα άλλα βιβλία του κόσμου … πρέπει να καώσι. Κατά τούτο το δόγμα των Τούρκων ποίον σχολείον ηδύνατο να σταθεί εις την Ελλάδα; Χάρις εις την πλεονεξίαν των κατά τόπους κρατούντων και εις τας συνετάς οικονομίας των εν Κωνσταντινουπόλει προυχόντων του γένους … διατηρούντο τα πολυπαθή σχολεία μας … Και μεθ’ όλα ταύτα, ποσάκις εκινδύνευσαν! Το σχολείον της Κωνσταντινουπόλεως … ημελήθη διόλου … Το σχολείον των Κυδωνιατών ολίγον έλειψε να κατασκαφή εκ θεμελίων … Το σχολείον της Σμύρνης εδιώκετο, δια μόνον έν μεγάλον έγκλημα, ότι διδάσκει μαθηματικά και φιλοσοφία … Τοιουτοτρόπως η τουρκική δυναστεία προστάζεται από την θρησκείαν να μην θεωρεί τους υπηκόους Έλληνας άλλως πως, ή μη ως άπιστα ανδράποδα, χρεωστούντα να διάγωσιν αείποτε μωρά και τυφλά και αμαθή» («Λόγοι Εκκλησιαστικοί», 1833).
Κι αν το ελληνικό γένος διέθετε μια χούφτα σπουδαίων σχολείων κατά την ύστερη τουρκοκρατία, αυτά φαίνεται πως λειτουργούσαν μόνο χάρη στα παχυλά μπαχσίσια που έδιναν οι έλληνες προύχοντες στους τοπικούς πασάδες και μπέηδες. Δηλωτικό εδώ είναι το φιρμάνι του σουλτάνου το 1856, το περίφημο Χάττι Χουμαγιούν, το οποίο έψαχνε να βελτιώσει την κατάσταση της ελληνικής παιδείας στα υπόδουλα ακόμα σημεία του ελλαδικού χώρου.
Με ρητή πλέον πρόβλεψη, το Χάττι Χουμαγιούν εκχωρούσε πλέον στους χριστιανούς τη δυνατότητα να λειτουργούν και να φροντίζουν για τα σχολεία τους ελεύθερα, χωρίς κανείς να μπορεί πια να τους εμποδίσει. Κάτι που φαίνεται να λειτουργεί επιβεβαιωτικά για το κλίμα καταπίεσης που κυριαρχούσε μέχρι τότε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αναφορικά με τη μόρφωση των ραγιάδων. Το φιρμάνι εκδόθηκε εξάλλου έπειτα από τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, κάτι που έχει κι αυτό τη σημασία του.
Οι μαρτυρίες άλλωστε του Κούμα, του Οικονόμου και των άλλων πηγών για τα σχολεία της Λάρισας, της Κρήτης και αλλού που ισοπεδώθηκαν από τη μανία των τοπικών πασάδων παραμένουν χαρακτηριστικές του κλίματος. Αλλά και όσα σχολεία φαίνεται να λειτουργούν σχετικά ελεύθερα, δεν ήταν στο απυρόβλητο, γνωρίζοντας συχνά διωγμούς και προβλήματα λειτουργίας.
Ο διαφωτιστής Ευγένιος Βούλγαρης δημοσίευσε το 1771 ένα (ανώνυμο) φυλλάδιο που απευθύνεται στη Δύση («Ικετηρία του Γένους των Γραικών προς Πάσαν την Χριστιανικήν Ευρώπην»), στο οποίο περιγράφει αναλυτικά την άθλια κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι Έλληνες κάτω από τον τουρκικό ζυγό, μιλώντας ξεκάθαρα για θρησκευτική και εκπαιδευτική καταπίεση.
Αντίστοιχα πράγματα καταμαρτύρησαν αργότερα και ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής και αρχιεπίσκοπος αργότερα, Μισαήλ Αποστολίδης (1837), ο καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φίλιππος Ιωάννου (1849), ο καθηγητής της Νομικής, Κωνσταντίνος Φρεαρίτης (1863) και ο μεγάλος λόγιος του 19ου αιώνα, Γεώργιος Χασιώτης (1881)…
Τελικά
Η ανασυγκρότηση της ιστορίας του κρυφού σχολειού μόνο εύκολη δεν είναι, καθώς στην ιστορική έρευνα εμπλέκεται συχνά τόσο η ιδεολογία του μελετητή όσο και πλήθος μεθοδολογικών ζητημάτων. Ειδικά στους δύο πρώτους αιώνες της σκλαβιάς, την εποχή του «παχυτάτου σκότους» δηλαδή, η μόνη μορφή σχολείου που φαινόταν να υπάρχει στον ελλαδικό χώρο ήταν η διδακτική μέθοδος που λάμβανε χώρα στο περιθώριο της τραγικής καθημερινότητας.
Το ερώτημα που θα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε ως λαός, μακριά από εθνικούς μύθους και φανατισμούς, είναι το αν και κατά πόσο οι Οθωμανοί επέδειξαν ανοχή σε θέματα πίστης και εκπαίδευσης. Η τουρκοκρατία ήταν εξάλλου μια μακρά περίοδος που δεν φαίνεται να έχει συνέχεια, καθώς ήταν στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε Υψηλής Πύλης να εκχωρεί προνόμια ή να τραβάει τα γκέμια.
Δεν μπορούμε συνεπώς να κάνουμε λόγο για μια κατάσταση που παρέμεινε ίδια στον χώρο και τον χρόνο. Κατά τους πρώτους δύο αιώνες, η μεταχείριση των υπόδουλων υπήρξε σαφώς καταπιεστικότατη με κύρια χαρακτηριστικά το παιδομάζωμα και τον βίαιο εξισλαμισμό. Στις αρχές του 16ου αιώνα γίνεται άλλωστε φανερή η αυξανόμενη επιρροή των σκληροπυρηνικών μουσουλμάνων ιερωμένων στην αυλή του σουλτάνου, γεγονός που επιδεινώνει την κατάσταση των χριστιανών.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα όμως τα πράγματα φαίνεται να βελτιώνονται στον εκπαιδευτικό τομέα και οι ραγιάδες αρχίζουν να ιδρύουν, πάντα υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και με τη γενναία οικονομική υποστήριξη του απόδημου ελληνισμού και των μεγάλων ευεργετών, σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι η εφαρμογή των σουλτανικών φιρμανιών έγκειτο στη διακριτική ευχέρεια των κατά τόπους πασάδων και συχνότατα η ίδρυση ενός σχολείου ήταν άμεσα εξαρτημένη από τα λογής συμφέροντα, τη διάθεση αλλά και τον χαρακτήρα του τοπικού οθωμανού ηγεμόνα.
Επίσης γνωστό είναι ότι μετά το αποτυχημένο κίνημα των Ορλοφικών το 1770 και τις επιδρομές των Τουρκαλβανών, ακόμα και ο Κοσμάς ο Αιτωλός διέκοψε τις προσπάθειες ίδρυσης σχολείων και κατέφυγε στο Άγιο Όρος. Μέχρι τότε βέβαια ο Πατροκοσμάς είχε ιδρύσει 200 σχολεία!
Το κρυφό σχολειό φαίνεται πως ήταν μια ιστορική αναγκαιότητα εκεί ακριβώς που το επέβαλε η τραγικότητα των καταστάσεων, όταν αυτή το επέβαλλε. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο εδώ. Σε ένα πολύ καλό κομμάτι της τουρκοκρατίας δεν αναφέρονται παρά ελαχιστότατα σχολεία στα μήκη και τα πλάτη της ελληνικής επικράτειας, την ίδια ώρα που ξέρουμε για χιλιάδες εκκλησίες σε πόλεις και χωριά, που είχαν παπάδες που μπορούσαν να διαβάζουν, ψάλτες που γνώριζαν τους ψαλμούς και γραμματικούς που κρατούσαν τα αρχεία της κοινότητας.
Οι περισσότεροι ήξεραν, όπως ήταν επόμενο, έστω και στοιχειωδώς να διαβάζουν και να γράφουν. Πού έμαθαν λοιπόν αυτά τα λιγοστά ορνιθοσκαλίσματα; Μήπως σε σχολειά κρυφά, που ακριβώς επειδή ήταν κρυφά δεν μπορούσε να γίνει γνωστή η ύπαρξη και η λειτουργία τους; Κι έτσι διασώθηκαν μόνο στην προφορική παράδοση του τόπου μας;
Κλείνοντας, δεν είναι καθόλου σίγουρο πως την ιδέα του κρυφού σχολειού τη γέννησε η ελληνοχριστιανική ιδεολογία και η ανάγκη ύπαρξης εθνικών μύθων ως στοιχεία συγκρότησης ταυτότητας. Το πράγμα επαφίεται στη σοβαρή και απαλλαγμένη από αγκυλώσεις ιστορική έρευνα να μελετήσει ανόθευτα τις πηγές και να αποφανθεί. Για κάτι όμως τόσο ισχυρά εντυπωμένο στη συνείδηση του Έλληνα όσο το κρυφό σχολειό, δύσκολα θα σβηστεί από το φαντασιακό του έθνους μας, όποια κι αν είναι η ιστορική ετυμηγορία.
Ενός λαού που μεγάλωσε άλλωστε με το ποίημα του Πολέμη «Κρυφό σχολειό» (1899) και οι στίχοι του μοιάζουν συνυφασμένοι με την εθνική μας ταυτότητα: «Ἀπ᾿ ἔξω μαυροφόρ᾿ ἀπελπισιά / πικρῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστὸ σκοτάδι / καὶ μέσα στὴ θολόκτιστη ἐκκλησιά / στὴν ἐκκλησιά, ποὺ παίρνει κάθε βράδυ τὴν ὄψη τοῦ σχολειοῦ / τὸ φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ τρεμάμενο τὰ ὀνείρατα ἀναδεύει / καὶ γύρω τὰ σκλαβόπουλα μαζεύει…».